Χριστέ μου, σε βλέπω και πάλι, να βγαίνεις στον απέραντο αγρό Σου, σ’ ολόκληρο τον κόσμο των ανθρώπων, για να σπείρεις τον λόγο Σου· να προχωρείς μέσα από πολυσύχναστους δρόμους ή λησμονημένα μονοπάτια στις πολιτείες και τα μικρά χωριουδάκια, τα ξεχασμένα στις ζούγκλες και τις ερημιές.
Για όλους πονάς, γιατί όλοι είναι δικοί Σου. Κι οι μαύροι, κι οι κίτρινοι, και οι λευκοί είν’ αδελφοί Σου. Για κάθε καρδιά κτυπά η καρδιά Σου, γιατί «πάντας ἀνθρώπους θέλεις σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
Αλλά, έχω δίκιο, Κύριε, αν πω ότι τα μάτια Σου μου φαίνονται υγρά; Γιατί, Μεγάλε Σποριά;… Δεν βλέπεις, λες, όσους θάπρεπε εργάτες κοντά Σου;
– – – –
Συγχώρεσέ μας, Κύριε. Είναι βλέπεις η «διαφορά αντιλήψεων». Αυτή η διαφορά εξηγεί ίσως αρκετά την ανεξήγητη αδιαφορία μας. Ενδιαφερόμαστε ασφαλώς για τον κόσμο. Μόνο που ο «κόσμος» ο δικός μας είναι αρκετά προσγειωμένος. Κλείνεται στην πόλη, στην επαρχία μας, το πολύ πολύ στη χώρα μας. Αν είμαστε πιο ειλικρινείς, θα έπρεπε να πούμε ότι βασικά κλείνεται στο μικρό μας εγώ, που η φαντασία μας το κάνει αρκετά μεγάλο. Αλλά δεν είμαστε τόσο ειλικρινείς. Γι’ αυτό και δεν το λέμε. Ούτε στον εαυτό μας…
– – – –
Εσύ ακόμη, Μεγάλε Σποριά, «εξέρχεσαι»· βγαίνεις και προχωρείς αδιαφορώντας για τις δυσκολίες, το λιοπύρι, τη βροχή, τους ανέμους.
Εμείς όμως είμαστε παιδιά μιας εποχής, που ζητάει τη σιγουριά. Πώς να εκτεθούμε σε περιπέτειες, πώς να ριψοκινδυνέψουμε στην αβεβαιότητα του έξω; Πώς να βγούμε από τις καλοτακτοποιημένες συνήθειες και δουλειές μας, από τους ασφαλτοστρωμένους μας δρόμους, για να λασπωθούμε στα αφράτα αυλάκια, που καρτερούν το Σπόρο;…
Είναι η εποχή μας, Κύριε, τέτοια. Μη μας παρεξηγείς…
– – – –
Άλλωστε είναι και η αβεβαιότης της επιτυχίας. Εσένα, Μεγάλε Σποριά, δεν Σε απογοητεύει, αν κάμποσος σπόρος πνιγεί στ’ αγκάθια, φαγωθεί από τα πουλιά, ή καταπατηθεί από τους ανθρώπους.
Όμως αυτό εμάς μας τρομάζει, μας κόβει τα πόδια. Να πάει τόσος κόπος χαμένος; Δεν αντέχουμε στη σκέψη μιας τέτοιας προσπάθειας, που την απειλούν απογοητεύσεις και αποτυχίες. Είμαστε παιδιά μιας «θετικής» εποχής, που ζητάει τη σιγουριά. Προτιμούμε να φυλάμε τον Σπόρο…
Είπες, πως έτσι, κινδυνεύει να σαπίσει, να χαθεί εντελώς, ενώ αλλιώς σπόρος πολύς θα βρει «γῆ καλὴ» και θα πεντηκονταπλασιασθεί, θα εκατονταπλασιασθεί; Ίσως…
Κύριε, δακρύζεις;… Μα Εσύ καταλαβαίνεις. Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν τη διαφορά αντιλήψεων;
– – – –
… Ναι, έχεις δίκιο, Μεγάλε Σποριά. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δακρύζεις. Τώρα νιώθω ότι πρέπει να κλάψω κι εγώ· για την γενιά μας, για την χριστιανική «ορθόδοξη» γενιά μας, για τον εαυτό μου. Δεν είναι τόσο η διαφορά αντιλήψεων, όσο το ότι έχουμε πειστεί πως η δική μας στενόκαρδη αντίληψη συνδυάζεται (!) θαυμάσια με τη δική Σου, ότι μάλλον δεν διαφέρει καθόλου από την δική Σου (!!), και πάψαμε να ακούμε την φωνή Σου, «οὐκ οἶδα ὑμᾶς». (Ίσως γιατί έγινε τόσο σιγανή από του παράπονου το κλάμα, ίσως γιατί, αν και ισχυρή, πνίγεται στο θόρυβο της μηχανοποιημένης ζωής μας).
Τώρα, Κύριε, νιώθω κι εγώ την ανάγκη να κλάψω πικρά…
Δώσε τουλάχιστον τα δάκρυα αυτά να είναι δάκρυα μετανοίας, που θα πλύνουν τα μάτια μας και θα βοηθήσουν να δούμε καθαρά. Όπως Εσύ βλέπεις τον κόσμο και τη σπορά.
από το βιβλίο “Ἀδιαφορία γιά τήν Ἱεραποστολή σημαίνει ἄρνησι τῆς Ὀρθοδοξίας”, του αρχιμ. Αναστασίου Γιαννουλάτου (νυν αρχιεπ. Τιράνων)
One Comment
Αφήστε ένα σχόλιο
You must be logged in to post a comment.
Δεν έχω διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά μετά την ανάγνωση του συγκεκριμένου αποσπάσματος σίγουρα θα το κάνω…
Ευχαριστούμε πολύ για την ανάρτηση…