Πρόσωπα: Πρόεδρος, Κόλλιας, Αστυφύλαξ, Γραμματεύς, Δικηγόρος, Συνήγορος
ΣΚΗΝΗ
Ο Κόλλιας μ’ ένα ταγάρι στον ώμο και μιά γκλίτσα στο χέρι μπαίνει στη αίθουσα του Δικακστηρίου τραγουδώντας: «τσομπανάκος ήμουνα». Πίσω του αριστερα έρχεται ο παραγιός του. Το Δικαστήριο που εκείνη τήν ώρα δικάζει άλλη υπόθεση ξαφνιάζεται με τό τραγούδι του Κόλλια και ο Πρόεδρος διατάζει τον αστυφύλακα νά επιβάλει την τάξη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δέν μού λες αστυφύλαξ, ταβέρνα έγινε εδώ μέσα; (Πρός τόν Κόλλια θυμωμένα) Τι είναι αυτά, τι το κα΄ναμε έδώ πέρα. Στό δικαστήριο δέν κάνει νά…
ΚΟΛΛΙΑΣ: (τραβιέται πίσω φοβισμένος) Ποιός δαγκάνει ουρές, ου κυρ πρόεδρους δαγκάνει;
ΑΣΤΥΦΥΛΑΞ: Δέν κάνει νά φωνάζεις καί νά τραγουδάς εδώ μέσα.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Α δέν κάνε. Ιέτς λέγι ντε (προς τον παραγιό του) Δεν σου είπα σε ζουντόβουλο να με γραγαλάς μεσ το δικακαστήριου για να μη γκαρίζω πολύ!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Πρός άλλον κατηγορούμενο) Λόγω ανοησίας απαλάσσεται ο κατηγορούμενος απαλλάσεται ο κατηγόρουμενος Δημήτρης Κολοκύθας. (Ο Κολοκύθας απομακρύνεται ευχαριστημένος).
ΚΟΛΛΙΑΣ: (πρός τον πρόεδρο) Κολοκύθας εισαι του λόγου σου κι ούλου σου του σόγι σ.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΞ: Πάψε βρέ χαζέ, Κολοκύθας λέγεται ο άλλος κατηγορούμενος καί δεν επιτρέπεται νά λές ανοησίες, αλλιώς θά σέ δέσω και θά σε βάλω στο μπουντρούμι.
ΚΟΛΛΙΑΣ: (προς τον ψυχογιό του). Ουρέ ζαγάρ, να με γαργαλάς, κι όταν λέω χαζά: γιατι θά μι πάρουν για τρελλό κι θα μι δέσουν. Κι ύστερα του χωριό θα χάσ΄ τό Κόλλια του… σοφό. Ιέτς δε μέ λέν στου χωριό μ; Ου Κόλλιας ου σοφός!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δημήτριος Κόλλιας,
ΚΟΛΛΙΑΣ: (αντι να πεί παρών σφυρίζει, ο ψυχογιός γαργαλάει τον Κόλλια).
ΚΟΛΛΙΑΣ: (Δέν μπορεί νά κρατηθεί από τό γαργαλητό) Φτάνει ουρέ θα μι πιθάνεις.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Με θυμό). Στο μαντρί σου βρίσκεσαι κατηγορούμενε;
ΚΟΛΛΙΑΣ: Εγώ κατεργαρούμενος… μόν΄ ας όψουνται τά πράτα πού βρήκαν ανοικτό του μαντρί, κι σάλταραν στου κουμπάρ΄ του χουράφ… Αλλιώς…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;
ΚΟΛΛΙΑΣ: (κοιτάζει τό ρολλόϊ του) Ύστερα από μιά ώρα κί σαράντα πέντι λεπτά κλειώ τά εικοσιουκτώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δέ φαίνεσαι για΄τόσο!…
ΚΟΛΛΙΑΣ: Αμ εβραίκο παζάρ θά του κάνουμ, κυρ πάρεδρε; Σάμ σου φαίνονται πουλλά, ρίξ τα μισά στή θάλλασα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τόπος γεννήσεως;
ΚΟΛΛΙΑΣ: Στή στάνη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δέ σέ ρωτάω πού γεννήθηκες, σέ ρωτάω ποιά είναι η πατρίδα σου.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Κρίμα κυρ πάρεδρε πού σια κι γραμματιζούμνος. Τήν πατρίδα τήν δικιά σ΄ιέχου κι εγώ πατρίδα, την Ελλάδα μα τη γλυκειά.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ: Κατηγορούμενε, ο κύριος πρόεδρος σε ρωτάει από ποιό χωριό είσαι.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Αμ γιατι δεν κουβιεντιάζ καθαρά νά του μουλογήσου του χουριό μ; Απ΄ το Καρπενήσ΄ του λοιπόν κρατάει η φύτρα μ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (πρός τόν γραμματέα). Γράψε Καρπενήσιον.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Τό δικό μ του χουριό, του λέν Καρπενήσ! Δέν του λέν Καρπενήσιον.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ: Καλά πάψε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ασε τις κουταμάρες. Κατηγορείσαι επί φθορά ξένης ιδιοκτησίας.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Τι ιέκανε λέει; ιγώ αποφορά; κύρ πάρεδρε πού απ΄τή μιέρα πού γεννήθηκα δέν μπήκα στου νιερό κι μουσκουβουλάω τυρί κι μυτζήθρα;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κατηγορείσαι ότι άφησες τά πρόβατά σου στο χωράφι στου κουμπάρου σου Δημητρίου Τσαρουχά και το κατέστρεψε.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Α! του μήτου του κουμπάρου μ. του ανηψιού του παπά, π’ όχει τήν προυβατίνα την Κρουστάλλω, κι την άλλη γίδα, τήν τσούπρα μι του συμπάθιο, τήν Κατίνα;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αρκετά. Έχεις συνήγορο κατηγορούμενε;
ΚΟΛΛΙΑΣ: Τι σαλκίγκαρο μου κρένεις κυρ πρόεδρε, να κοπιάσεις του Μάρτη στου χουριό μ, να σε φιλέψω σαλλιγγάρια, όσου βαστάει η ψυχή σ.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ: Δικηγόρο σού λέει ο κύριος πρόεδρος έχεις γιά νά υπερασπίσει;
ΚΟΛΛΙΑΣ: Ούχι.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: (παρουσιάζεται στόν Κόλλια) Εγώ αναλαμβάνω τήν υπεράσπισή σου μέ πληρωμή 500 ευρώ.
ΨΥΧΟΓΙΟΣ: Αφέντη μ’ δώστου για να γλυτώεις.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Τί λιές ουρέ. 500 ιυρώ ιέχουν τρείς προυβάτες μου. Της Ζάβενας ου γιός πού κανι πλιάτσικο, κι σκότουσι του σκύλου, κι τούν πιάσαν, πλήρωσι μόνο δύου προυβατίνες.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Δώσε 400 ευρώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ούτι κατώ ιυρώ δέ σ δίνου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διορίζεται εξ επαγγέλματος συνήγορος ο κύριος Επαμεινώνδας Τρεχαγυρευόπουλος.
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Κύριε πρόεδρε, από τά στοιχεία πού συνέλεξα αποδεικνύεται ό τι τό παρελθόντου πελάτου μου είναι λευκόν σάν τό χιόνι.
ΚΟΛΛΙΑΣ: (πρεός τόν πρόεδρο) Αμ, τί νόμισι η αφεντιά σ;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τί εννοείτε μ΄αύτό;
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: έ αυτό θέλω νά πώ, κύριε πρόεδρε, ότι ο πελάτης μου, μέ ένα τέτοιο παρελθόν δέν ειναι ικανόςνά διαπράξει αδικίες εις βάρος άλλων.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Μπράβου ουρέ σαλίγγαρε. Πώς γλυστράει η γλώωσα σ΄κι λιέιε του σουστο κι το δίκηου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ε τότε πώς βρέθηκαν τά πρόβατά του μέσα στό χωράφι του κουμπάρου του;
ΚΟΛΛΙΑΣ: Αι πού νά φάς τή γλώσσα σου του τούρκου του ζαγάρ!
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μήπως κύριε πρόεδρε ο πελάτης μου είπε στά πρόβατά του άιντε σύρτε νά καταστρέψετε τό χωράφι του κουμπάρου μου;
ΚΟΛΛΙΑΣ: Άι νά χαρώ ιγώ του στόμα σ΄πού τρέχει του μέλ του γλυκό!
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Η μήπως τά ζώα γνωρίζουν σέ ποιόν άνήκει τό ένα χωράφι καί σέ ποιόν τό άλλο. Πεινασμένα καθώς ήσαν μπήκαν στό πρώτο χωράφιο πού βρήκαν μπροστά τους.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Αμ καλά τού έλεγα ιεγώ, κουμπάρ, πούληστ, αυτό του χουράφ. ινι πάνου στου δρόμ. Και θά σι κάνουν ούλου ζημιά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (πρός τόν κατηγουρούμενο) Ας δούμε τώρα τί λέει και ο κατηγορούμενος. Κατηγορούμενε, λέγε μου, γιατί άφησες τά πρόατά σου στό χωράφι του κουμοπάρου σου, Δημητρίου Τσαρούχα;
ΚΟΛΛΙΑΣ: Τί λιές κύρ, πάρεδρι, του Κόλλια τά πρά ταχ΄ στου μαντρί κι ταίζ κλαρί. Τά κούς, τά κούου νά λιές. Γιάς. (κάνει νά φύγει).
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αστυφύλαξ, φέρτον εδω καί φόρεσέ του χειροπέδες.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Αμαν ήξερα πώς θά μι πιάναν ιέτς, δέ θά ρχόμουν στου δικαστήριου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είσαι ένοχος καί μαζί μέ τήν κράτηση θά πληρώσεις καί 1000 ευρώ πρόστιμο.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Στρώσ΄τήν κάπα’ς κι θά τά χς.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΞ: Τού περνάει χειροπέδες.
ΚΟΛΛΙΑΣ: (πρός τόν ψυχογιό του) Ουρέ ζαγάρ, σύρι νά βρείς τού δικεόρο πού θά μι γλύτουνι μι 500 ιυρώ.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Πάει τώρα πέταξε τού πουλάκι.
ΚΟΛΙΑΣ: (βγάζει καί δυο κομμμάτια μυζήθρα απ’τό ταγάρι του). Κοίταξε θά σ΄δώκου κι μυζήθρα, όσι, θέλς.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Τώρα φάτην εσύ.
(ο αστυφύλαξ προσπαθεί νά τόν απομακρύνει ενώ ο Κόλλιας φωνάζει)
ΚΟΛΛΙΑΣ: Μώρ, τι ίνι τούτι, ότι λιέν, τού κάνουν. (πρός τόν πρόεδρο). Ακου νά σ΄πώ ισιένα πάρεδρε πού μι στέλνεις φυλακή, νά μήν αλησμονήσεις νά στείλεις μαντάτο στήν Κόλλενα, νά στείλει τά τσαρούχια μ΄και την κάπαμ γιατι θά ξεπαγιάσου στου μπουντρούμ. (Αφού τόν άπο-μάκυναν, επιστρέφει πάλι. Ο πρόεδρος είναι σκυμμένος στά χαρτιά του)
ΚΟΛΛΙΑΣ: Εσύ με τήν καμπάνα στου χιέρι, νά πείς σι τούτον τουν καραβανά, νά πάει στης Κόλλιενας καί νά τής πεί νά μή πουλήσει τήν φουράδα μέχρι πού νά ρθω. (Αφού τόν απομακρύνουν επιστρέφει πάλι). Αχ κύρ πάρεδρε, μου χαρίζεις το όνομά σ. (ο αστυφύλακας τόν σπρώχνει). Ασι μι σι λιέω ισιένα. Θέλου νά δώκου τού όνομα του κυρ παρέδρου στου γαιδουράκι μ πού γεννήθηκι χθές του βράδυ. (πρός τόν πρόεδρο) Γιά νά σι θυμάμαι κυρ πάρεδρε.
(Απομακρύνεται μέ τό τραγούδι Τσομπανάκος ήμουνα)
ΑΣΤΥΦΥΛΑΞ: Εμπρός φθάνει πιά.
ΤΕΛΟΣ
One Comment
Αφήστε ένα σχόλιο
You must be logged in to post a comment.
Παρακαλώ να διορθωθεί το παρακάτω απόσπασμα:
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Δώσε 400 ευρώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ούτι κατώ ιυρώ δέ σ δίνου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διορίζεται εξ επαγγέλματος συνήγορος ο κύριος Επαμεινώνδας Τρεχαγυρευόπουλος.
Από
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Σε
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΒΛΑΧΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
gkv