Β. ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Κατά τη διαλογική μορφή διδασκαλίας ο κατηχητής αναπτύσσει το θέμα με τη συμμετοχή των παιδιών, την οποία προκαλεί με κατάλληλες ερωτήσεις. Αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του διαλόγου έναντι του μονολόγου, το ότι δηλαδή επιτυγχάνεται η αυτενέργεια των παιδιών: τα παιδιά δεν είναι παθητικοί δέκτες του προσφερόμενου υλικού, αλλά ο κατηχητής τα καλεί να επιχειρήσουν μαζί την ανακάλυψη και εξερεύνηση της αλήθειας με την οποία πρόκειται να ασχοληθούν, η οποία μοιάζει με χώρα άγνωστη στα παιδιά.
Επομένως ο διάλογος είναι μια δυναμική διαδικασία, με πολλή ζωντάνια και χάρη, με μεγάλες δυνατότητες αλληλεπίδρασης, μια σύνθεση που δημιουργείται από την ποικίλη προσφορά των προσώπων που συμμετέχουν σ’ αυτήν, τα οποία έχουν διαφορετικό χαρακτήρα, συναισθηματικό κόσμο, μόρφωση, αγωγή, τρόπο αντιμετωπίσεως των προβλημάτων και διαφορετικές ευαισθησίες. Γι’ αυτό, αν γίνεται σωστά, προκαλεί πιο εύκολα το ενδιαφέρον των παιδιών αλλά και τον προβληματισμό τους, καθιστά την κατήχηση πιο ευπρόσδεκτη, ενώ συμβάλλει και στη γνωριμία των παιδιών μεταξύ τους και στην ενότητα του Κατηχητικού.
Η ομορφιά της όμως είναι άμεσα συνδεδεμένη και με τη δυσκολία στην επιτυχία της, διότι ο ενεργητικός χαρακτήρας που έχει ο διάλογος τον καθιστά απρόβλεπτο στην εξέλιξη του. Αυτό ακριβώς είναι η πρόκληση του κατηχητή: αφενός μεν να δημιουργήσει ατμόσφαιρα ανέσεως και ελευθερίας και να δώσει κατάλληλα ερεθίσματα, ώστε να διεγερθεί το ενδιαφέρον των παιδιών και να ενθαρρυνθεί η ελεύθερη έκφρασή τους – κατάθεση απόψεων, αντιρρήσεων, αποριών – προκειμένου να οικοδομηθεί συζήτηση∙ αφετέρου όμως να κατορθώσει μέσα από την ελεύθερη αυτή συζήτηση να προσφέρει το υλικό του, να διδάξει το προκαθορισμένο θέμα∙ να μην εξελιχθεί δηλαδή η συζήτηση σ’ έναν ατέρμονα διάλογο χωρίς συνοχή, δομή, συμπέρασμα, δίδαγμα.
Ο διάλογος προάγεται με ερωτήσεις εκ μέρους του κατηχητή, που ουσιαστικά αποτελούν τα δομικά στοιχεία της συζητήσεως, θέτουν τις επιμέρους πτυχές του θέματος στο οποίο θέλουμε να εμβαθύνουμε.
Στα θέματα των κατηχητικών βασικά τρεις είναι οι κατηγορίες ερωτήσεων:
α. κατανοήσεως κειμένου ή διηγήσεως,
β. επεξεργασίας – εμβαθύνσεως,
γ. εφαρμογής.
Ένας πετυχημένος διάλογος εξαρτάται εν πολλοίς από επιτυχημένες ερωτήσεις. Γι’ αυτό είναι ανάγκη ο κατηχητής να προσπαθεί να καταρτίζεται στην τέχνη των ερωτήσεων. Βέβαια οι ερωτήσεις δίνονται στο βοήθημα. Επαφίεται όμως στο ζήλο και την ικανότητα του κατηχητή, αλλά και στην πείρα του, να δώσει ζωή στις άψυχες ερωτήσεις, να τις εμπλουτίσει, να προσθέσει άλλες, ή εν ανάγκη, εκτάκτως, να αφαιρέσει ή να αλλάξει τη σειρά τους.
Η κάθε ερώτηση που θέτουμε στα παιδιά πρέπει να είναι σαφής και κατανοητή και ανάλογη με τις δυνατότητές τους. Ωστόσο όχι μόνο οι δύσκολες ερωτήσεις δεν προάγουν τη συζήτηση και αποθαρρύνουν τα παιδιά, αλλά και οι πολύ εύκολες, στις οποίες θεωρούν υποτιμητικό να απαντήσουν. Η ερώτηση λοιπόν η προσαρμοσμένη στο επίπεδό τους (διανοητικό, γνωστικό, γλωσσικό…) είναι βασικό μέλημα του κατηχητή. Η σύγχρονη παιδαγωγική εξάλλου συνιστά να αποφεύγονται οι ερωτήσεις ολικής άγνοιας (δηλαδή αυτές στις οποίες η απάντηση είναι ναι ή όχι), ή αν χρειάζεται να γίνουν, να ζητείται και αιτιολόγηση∙ επίσης να αποφεύγονται αόριστες και γενικές ερωτήσεις, όπως: «τι σας έκανε εντύπωση;» ή «έχει κανείς να ρωτήσει τίποτε;».
Εξάλλου χρήσιμες είναι οι ανιχνευτικές ερωτήσεις, που συνήθως γίνονται στην αρχή της επεξεργασίας. Με τέτοια ερώτηση ο κατηχητής διαπιστώνει πόσο αγνοούν τα παιδιά το θέμα που πρόκειται να διαπραγματευθεί, πόσο τα απασχολεί, ποιες πτυχές ιδιαιτέρως τα προβληματίζουν και σε ποια σημεία υπάρχει εκ μέρους των παιδιών σύγχυση ή παρανόηση. Έτσι του δίνεται η δυνατότητα να προσαρμόσει το θέμα στο ακροατήριό του.
Ως εν παρενθέσει ας σημειωθεί ότι η ερώτηση λειτουργεί και ως ποικιλία – διάλειμμα στη μονολογική παρουσίαση θέματος.
Εν κατακλείδι ας μην ξεχνούμε ποτέ τον καταλυτικό παράγοντα στην επιτυχία της διακονίας μας, που είναι η θεία χάρις, η οποία θα πνεύσει στο κατηχητικό όταν υπάρχει ταπείνωση, επιμέλεια και καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας εκ μέρους μας και πνεύμα προσευχής. Χωρίς τη θεία χάρη και η πιο προσεγμένη μέθοδος διδασκαλίας θα αποβεί άκαρπη. Με αυτήν και η πιο πτωχή ανθρώπινη προσπάθεια που προσφέρεται ειλικρινώς σε Εκείνον, θα ενεργήσει θαύματα.
Περιοδικό «Συναθλούντες», τ. 184, 20 Οκτωβρίου 2011