Στό Γεροντικό ἀναφέρεται τό ἑξῆς περιστατικό:
Κάποιο ἀπόβραδο πλησίασε ὁ ἡγούμενος ἑνός μοναστηριοῦ ἕνα μοναχό καί τόν ρώτησε:
– Πῶς πῆγε ὁ ἀγώνας σήμερα;
– ῞Οπως ὅλες τίς ἄλλες μέρες, ἀπάντησε ὁ μοναχός, ἤμουν τόσο ἀπασχολημένος, ὥστε ἄν δέν εἶχα τή βοήθεια τῆς Θείας Χάριτος, δέν θά ἦταν ἀρκετές οἱ δυνάμεις μου.
– Καί τί εἶναι αὐτό πού σέ ἀπασχολεῖ κάθε μέρα τόσο πολύ;
-Κάθε μέρα εἶμαι ὑποχρεωμένος νά κρατῶ δυό γεράκια, νά συγκρατῶ δυό ζαρκάδια, ν᾿ ἀναγκάζω δυό κυνηγετικά γεράκια νά κάνουν τό θέλημά μου, νά νικῶ ἕνα φίδι, νά δαμάζω μιά ἀρκούδα καί νά περιποιοῦμαι ἕναν ἄρρωστο.
– Ἔγιναν, στ΄ ἀλήθεια, ὅλα αὐτά πού λές;… ἀποκρίθηκε ὁ ἡγούμενος. Γιά ἐξήγησέ τα καλύτερα…
– Καί ὅμως αὐτά ἔγιναν, βεβαίωσε ὁ μοναχός. Τά δυό γεράκια εἶναι τά μάτια μου, πού πρέπει συνεχῶς νά τά προσέχω, γιά νά μήν πέσουν σέ κάτι ἄσχημο, τά δυό ζαρκάδια εἶναι τά πόδια μου, πού τό βάδισμά τους πρέπει νά κανονίζω, ἄν δέν θέλω νά μέ φέρουν στό δρόμο τοῦ κακοῦ, τά δυό κυνηγετικά γεράκια εἶναι τά χέρια μου, πού ὀφείλω νά τά ὑποχρεώνω νά ἐργάζονται γιά τό καλό καί νά ἐκτελοῦν μέ ἀκρίβεια τό διακόνημά μου. Καί τό φίδι εἶναι ἡ γλώσσα μου, πού ἔχει ἀνάγκη χιλιάδες φορές τήν ἡμέρα νά χαλιναγωγεῖται, γιά νά μή μιλάει ἄκριτα καί ἐπιπόλαια. ῞Υστερα ἀρκούδα εἶναι ἡ καρδιά μου, πού πρέπει νά τῆς δαμάζω τόν ἐγωισμό καί τήν κενοδοξία. Καί τέλος ὁ ἄρρωστος εἶναι τό σῶμα μου, πού ἔχω τήν ὑποχρέωση συνεχῶς νά τό προσέχω γιά νά μήν τό κυριεύσει ἡ ἀρρώστια τῆς φιληδονίας.