Πρόσωπα: Πρόεδρος, Δάσκαλος, Κλητήρας, Ταχυδρόμος, Αντρίκος, Αφηγητής, Νομάρχης

ΣΚΗΝΗ 1η

(Η σκηνή παρουσιάζει γραφείο Κοινότητος. Ο πρόεδρος, χωρικός του παλιού καιρού, κάθεται με πολύ καμάρι στο γραφείο του, ενώ απέναντι στον καναπέ κάθεται ο δάσκαλος του χωριού. Το ύφος του προέδρου είναι σοβαρό και αστείο μαζί. Μόλις ανοίγει η σκηνή ο πρόεδρος σηκώνεται και με τα χέρια πίσω, κάνει μερικούς βηματισμούς και απευθύνεται προς τον δάσκαλο).

Πρόεδρος: Τα πιδιά, που λες κυρ-δάσκαλε! Τα πιδιά θαρρώ, πως τα πολυσκοτίζεις κι’ απ’ την πουλλή σκοτούρα, άστα να πάνε. Η πουλλή δουλειά τρώει τον αφέντη κατά πώς λένε και τα χαρτιά.

Δάσκαλος: Ναι, μα εσείς πάλι λέτε, πως άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο.

Πρόεδρος: Άλλοι το λεν’ αυτούνα. Iγώ φρουνώ, πως όντας κόβ’ του ξηρό, τα γράμματα είνι περιττόν. Άμα νογάς ούλα γίνουντι μια χαρά. Αμ δε! τί θαρρείς του λόου σου; Τί γράμματα ήξερε ο μακαρίτης ο πατέρας μου; Κι’ όμους σαράντα χρόνια καντηλανάφτης! Κι ‘γώ; Τί ξέρου μαθές ιγώ;

Δάσκαλος: Άσχημα θάταν, κυρ-Μήτρο, νά ‘ξερες δυο γράμματα;

Πρόεδρος: Άμα ξέρς το διαφεντιλίκι, ούλα τα επίλοιπα είναι μεδέν. Έχς ένα ντιλάλ κι ούλα τα επίλοιπα πάν ρουλόι. Ουργών πάνου-κάτου ούλες τις ρούγες κι ούτω πως ούλο το χωριό παίρνει χαμπάρ’ για την πάσα διαταή μου!

Δάσκαλος: Ναι, μα τα γράμματα, τα έγγραφα;

Πρόεδρος: Τί τον έχου μαθές τον γραμματικό; Να διαβάζ’ ξέρ’, να γράφ’ ξέρ’, καλά πλερώνεται.
(Μπαίνει ο κλητήρας μ’ ένα έγγραφο).

Κλητήρας: Μια υπογραφή κυρ-πρόεδρε!

Πρόεδρος: Στουν Αντρικού, του γραμματικό.

Δάσκαλος: Μα, αν δεν κάνω λάθος, την υπογραφή του λόγου σου πρέπει να την βάλεις.

Πρόεδρος: Τί σόι γραμματικός θε νά ‘ναι, σα δε νογάει να βάλει μία ‘πογραφή. Αυτός ‘πογράφει κι’ η αφεντιά μου, ταπώνω με τη βούλα. Βάνω τις σφραγίδες. (Κάνει πως σφραγίζει).

Δάσκαλος: Και τί λεν τα έγγραφα δεν…

Πρόεδρος: Ότι θέν ας λεν’. Δάσκαλος δεν είμ’, πρόεδρος είμ’. Αμ’ δα!
(Μπαίνει ο ταχυδρομικός διανομέας)

Ταχυδρόμος: Καλημέρα.

Πρόεδρος: Καλή σου μέρα. Τι χαμπέρια;

Δάσκαλος: Εγώ πηγαίνω.

Ταχυδρόμος: Χαμπέρια με το τσουβάλι. (Βγάζει από το σάκο του ένα μάτσο γράμματα).Όλα αυτά για ‘σένα..;

Πρόεδρος: Αντρίκο! Ώρ’ Αντρίκο!

Ταχυδρόμος: Γεια-χαρά!(φεύγει).

Αντρικός: (Μπαίνει κρατώντας στο χέρι κοντυλοφόρο και χαρτιά). Στους ορισμούς σου, κυρ-πρόεδρε.

Πρόεδρος: Για δες πούθε έρχουντι τούνες οι ‘πιστολές. Δεν καλογλέπω χουρίς ματογυάλια…

Αντρικός: (Παίρνει ένα-ένα γράμματα). Απ’ την Νομαρχία

Πρόεδρος: (Καμαρώνει). Μμμμ’.,.ου Νομάρχης.Τι λιέει, δες τι λιέει το πανόγραμμα!

Αντρικός: (Διαβάζει). Αξιότιμον πρόεδρον Κοινότητος Κάτω Κατωγίων.

Πρόεδρος: (Γεμάτος υπερηφάνεια παίζει με τα χέρια του, που τα στηρίζει στις μασχάλες του γιλέκου του). Πάρακατ’, παρακάτ’.

Αντρίκος: Ο Οικονομικός Έφορος, η εφημερίς της Κυβερνήσεως, Υπουργείον Πρόνοιας…

Πρόεδρος: (Σε αυτή τη στάση). ‘Πίσημα γράμματα. Ούλα ‘πίσημα!

Αντρίκος: (Συνεχίζει). Νομίατρος, Αγρονομία, Ιερά Μητρόπολις. Αυτά!

Πρόεδρος: Πάρτα ούλα τώρα κι’ πάαινε ν’ απαντήξεις επείγον. Έχεις τίποτα να ρωτήξης απ’ τα ψεσινά;

Αντρίκος: Για τα εμβόλια ρωτάνε. Να στείλουνε και πόσα; Να γράψω…

Πρόεδρος: Κι ρουτάς ακόμη; Να στείλουνε μπόλια για ούλους τους νούματοι κι’ όντας περσέψουνε μπολιάζουμι και κάνα ζωντανό

Αντρίκος: Και στην Εφορία πρέπει να γράψω

Πρόεδρος: Μωρ’ γράψε σ’ ούλο τον κόσμο και τον ντουνιά. Χαρτί έχουμι. Χατίρι δεν χαλνάμι.
(Ο Αντρίκος φεύγει. Ο πρόεδρος φανερά ικανοποιημένο, μονολογεί”).

Πρόεδρος: Μ’ ένα γραμματικό βγάζω ούλες τις υποχρεώσεις μου, φέρνω γυροβολιά ούλο τον κοσμάκη. Φαντάσου νάμουνα, που λέει ου λόγος, και δήμαρχος κι’ είχα δυό-τρείς γραμματικούς. Θα καιόνταν του σύμπαν. Έ, ψυχούλα μ’ μεγαλεία. Και σου λέει ου δάσκαλους έπειτα γράμματα και σούπες-μούπες. Τι τ’ς θέλς τις φασαρίες; Δεν είν’ καλύτερα νάχς ήσυχου του κεφάλ’ σ’ κι να σου βγάζουν και του καπέλου;

ΣΚΗΝΗ 2η

(Μπροστά απ’ την αυλαία)

Αφηγητής: Έτσι κύλισαν τα δυό πρώτα χρόνια. Ο κύρ-Μήτρος μας φούσκωνε και ξεφούσκωνε από καμάρι και δόξα. Μα ήρθε μια μέρα, που κόντεψε να σκάση απ’ το κακό του. Ο Αντρίκος ο γραμματικός ένα ωραίο πρωί του το δήλωσε ορθά-κοφτά: θα έφευγε για να ταξιδέψει με τα καράβια. Όσο για τον κυρ-Πρόεδρο… περάστε να τον δείτε.

(Το ίδιο γραφείο Κοινότητος. Ο πρόεδρος με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια κάθεται στο Τραπέζι και μονολογεί).

Πρόεδρος: Κακό που μ’ ηύρε! Τι τούρθε του βλοημένου να με παρατήσει; Έλα ντε, τι τού ‘ρθε; Δύο μήνους γραφές έρχουντι, μα γραφές μήτε διαβάζω, μήτε που στέλνω.
(Έρχεται ο ταχυδρόμος και φέρνει ένα μάτσο γράμματα).

Ταχυδρόμος: Καλημέρα κυρ-πρόεδρε!

Πρόεδρος: Καλή σου μέρα. Πάλι γράμματα;

Ταχυδρόμος: Πάλι κι’ είναι όλα επείγον.(Τ’ αφήνει και φεύγει. Ο πρόεδρος τα παίρνει και τα κλειδώνει σ’ ένα συρτάρι).

Πρόεδρος: Πουργοί τα γράφουνε, δεν είνι χάιντες-χάιντες!
(Μπαίνει ο δάσκαλος).

Δάσκαλος: Καλημέρα, κυρ-πρόεδρε!

Πρόεδρος: Καλημέρα, δάσκαλε!

Δάσκαλος: Από καιρό ήθελα να σε ρωτήσω, πως τα πας αυτό τον καιρό χωρίς γραμματικό.

Πρόεδρος: Έγνοια σου, δάσκαλε κι τάχου στην ασφάλεια (δείχνει το συρτάρι και κουνάει μπροστά στα μάτια του δασκάλου μία αρμαθιά κλειδιά). Ιγώ να χάσου έγγραφου;.. Πα-πα-πα! Τα χαρτιά και τα μάτια μου, που λέει ο λόγος.

Δάσκαλος: Ναι, μα τα χαρτιά θέλουν απάντηση.

Πρόεδρος: Κείνοι που τα στέλνουν ας κάνουν καλά. Ας στείλουν, μαθές, κι γραμματικό. Ποιος τσι φταίει.

Δάσκαλος: Θα βρεις τον μπελά, κυρ-πρόεδρε, σου λέω.

Πρόεδρος: Κι ‘γω σ΄ λέω, πως δεν θε να χαθεί  τίποτις. Να ‘κει δα είναι. Δικά τους, σα τα θελήξουνε.

Δάσκαλος: Για δώσε μου να δω τα σημερινά και θα σου πω εγώ τι θα θελήσουν. (Ο πρόεδρος ανοίγει το κλειδωμένο συρτάρι και του δίνει μερικούς φακέλους. Ο δάσκαλος τους κοιτάζει κι’ απ’ τις δυο μεριές και ψιθυρίζει). Χμ! Από την Νομαρχία το ένα, από το Υπουργείο Εσωτερικών το δεύτερο και τα άλλα από το Γεωργικό Συνεταιρισμό…. Τη Μητρόπολη…. Ν ανοίξω ένα;

Πρόεδρος: Κι δεν ανοίγεις;

Δάσκαλος: (Διαβάζει). Βάσει των υπ’ αρίθμ. 133 και 150 διαταγών επανερχόμεθα επί του θέματος της κατά κεφαλήν φορολογίας…. (Στον πρόεδρο). Καταλαβαίνεις τι θα πει αυτό; Σου έστειλαν δύο διαταγές, δεν απήντησες, και σου στέλνουν τώρα την τρίτη (ξανακοιτάει το έγγραφο) και σε καλούν σε απολογία. Αν δεν κατεβείς γρήγορα, σίγουρα θα πας φυλακή.

Πρόεδρος: Σάματις έχασα τίπουτις, έφαγα κανανού λεφτά;

Δάσκαλος: Δεν έκανες το καθήκον σου. Είναι το ίδιο.

Πρόεδρος: Του καθήκον μου το έκανα και με το παραπόνου. Τα θηκιάζου στα σουρτάρια, τα κλειδών’ κι’ ούλο τα συγυράου.

Δάσκαλος: Δεν ξέρω τι κάνεις, το καλό που σου θέλω, να κατεβείς αύριο πρωί-πρωί στη χώρα και να τραβήξεις ίσα κατά την Νομαρχία. (Φεύγει).

Πρόεδρος: Κι δεν πάου! Το πρόσωπο είν’ σπαθί, κατά πως λένε. (Ξεκρεμάει ένα ταγάρι που κρέμεται σ’ ένα καρφί κι’ αρχίζει να το γεμίζει με τους φακέλους, που έχει φυλαγμένους μέσα στα συρτάρια. Τους πατικώνει γερά και μονολογεί). Τέσσερις μήνους τώρα μαζωχτήκανε μιλιούνι τα αφιλότιμα… (τα στουπώνει δυνατά).Και νάναι μαθές ούλα ‘πίσημα; Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν…. (Βγαίνει έξω και γυρίζει με μια βελόνα και πολύ μακριά κλωστή. Στην προσπάθεια του να Περάσει την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας, σημαδεύοντας από μακριά, κάνει πολύ κωμικές κινήσεις. Με τον ίδιο κωμικό τρόπο αρχίζει να ράβει το άνοιγμα του ταγαριού, τραβώντας την κλωστή πούναι υπερβολικά μακριά). Τώρα είμαστε εν τάξει, Αύριο ταχιά θα τα πάω πεσκέσι στη Νομαρχία.

ΣΚΗΝΗ 3η

(Στο γραφείο του Νομάρχου. Ο κύριος Νομάρχης με παπιγιόν, χρυσά γυαλιά κλπ. κάθεται στο γραφείο του και διαβάζει διάφορα έγγραφα. Χτυπά η πόρτα δυνατά).

Νομάρχης: Μπρος!

Πρόεδρος: (Κρατάει μια χοντρή μαγκουρα και στον ώμο του κρατάει το τα-γάρι).Προσκυνώ την ευγένειά σ’ κυρ-Νομάρχα.

Νομάρχης: Ορίστε, παρακαλώ.

Πρόεδρος: Μητρός Στουρνάρης, κυρ-Πρόεδρος των Κάτω Κατωγείων.

Νομάρχης: (Έκπληκτος). Τι είπες; Κάτω Κατωγείων; Επί τέλους ζήτε; Τέσσερις μήνες ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Γράφουμε, ξαναγράφουμε

Πρόεδρος: Από ‘δώ κι’ ομπρός δεν θα ματαγράψης, κυρ-Νομάρχα. (Ξεφορτώνει το ταγάρι, το ξηλώνει και αδειάζει τους φακέλους μπροστά στα πόδια του Νομάρχη). Μου τά ‘στειλες, σου τα δίνω. Πάρτα. Και για να ‘χουμι ήσυχο το κεφάλι μας κι συ κι αφεντιά μου δεν θέλου, ούτε να μι γράφς, ούτε να σι γράφου!

ΤΕΛΟΣ

1 αστεράκι2 αστεράκια3 αστεράκια4 αστεράκια5 αστεράκια (2 ψήφοι, μέσος όρος: 5.00 από 5)
Loading...