Οι ερωτήσεις είτε “χτίζουν” σιγά-σιγά το θέμα μας, δηλαδή είναι έτσι τοποθετημένες ώστε οι απαντήσεις τους να προωθούν σταδικά την ανάπτυξη του θέματος, είτε ακολουθούν μετά από μια ιστορία ή μια μικρή εισαγωγή στο θέμα. Μας βοηθάνε:
α. Στο να συμβάλλουν τα ίδια τα παιδιά δημιουργικά στην ανάπτυξη του θέματος (“χτίσιμο”)
β. Στο να ελέγξουμε αν πράγματι κατάλαβαν τα παιδιά ό,τι τους είπαμε. Συνήθως, τέτοιες ερωτήσεις είναι “ποιός, τι, γιατί, πότε και πού”
γ. Στο να παρακινήσουμε τα παιδιά να ερμηνεύσουν και να αξιολογήσουν ό,τι έμαθαν. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούμε πιο σύνθετες και ποιο απαιτητικές ερωτήσεις.
Γενικά:
- Προσέχουμε ώστε οι ερωτήσεις μας να είναι σαφείς, σύντομες και με ορολογία και λεξιλόγιο κατανοητό στα παιδιά.
- Προτιμούμε τις “ανοιχτές” ερωτήσεις, αυτές δηλαδή που δεν μπορούν να απαντηθούν μονολεκτικά (π.χ. με τις λέξεις ναι, όχι, καλά κλπ). Ας μην ρωτήσουμε ,για παράδειγμα, “τι είναι αυτό;”, αλλά “τι γνωρίζετε γι’ αυτό;”. Έτσι, ενθαρρύνουμε τα παιδιά να σκεφτούν και να εκφραστούν, ενώ ταυτόχρονα τονώνουμε την αυτοπεποίθησή τους.
- Απευθύνουμε ερωτήσεις σε όλα τα παιδιά κι όχι μόνο σε ένα.
- Περιμένουμε λίγο πριν μας απαντήσουν. Δεν βιαζόμαστε να πηδήξουμε σε συμπεράσματα και “σωστές” απαντήσεις.
- Σεβόμαστε τις απόψεις και τις σκέψεις τους και δεν είμαστε απορριπτικοί (δεν λέμε “όχι, λάθος απάντηση”, αλλά “ενδιαφέρουσα σκέψη” και προτείνουμε κάτι άλλο).
- Συμπεριλαμβάνουμε στη συζήτηση όλα τα παιδιά, όχι μόνο ένα-δυο ομιλητικά. Ένας τρόπος για να ενθαρρύνουμε τα μεγάλα παιδιά να εκφραστούν είναι να τους πούμε να γράψουν σ’ένα χαρτί την απάντησή τους και τα μικρότερα να την ψιθυρίσουν στον διπλανό τους.
- Ζητάμε από τα μεγαλύτερα παιδιά να βγάλουν συμπεράσματα, να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους έδωσαν αυτήν την απάντηση.
- Ανακεφαλαιώνουμε όσα ειπώθηκαν. Προσοχή! Σε μια συζήτηση συμμετέχουν μεν όλοι, αλλά τον κύριο ρόλο τον έχουμε εμείς ως Κατηχητές. Δεν μονοπωλούμε την συζήτηση, αλλά διευθύνουμε σωστά, σχολιάζουμε και βγάζουμε συμπεράσματα.