Μετά τήν εἰσαγωγή τοῦ θέματος ἥ τήν διήγηση ἀκολουθεῖ ἡ συζήτηση. Ὁ κατηχητής κατευθύνει τή συζήτηση, τή σταματᾶ ὅταν βλέπει πώς παίρνει λανθασμένο δρόμο. Προσέχει ὅλα τά παιδιά, ὅλα τά ἐνισχύει, ὅ,τι ποῦν τό κρατάει γιά νά οἰκοδομήσει τή συζήτηση. Δέν ἀποθαρρύνει κανένα. Δέν ἀποπαίρνει αὐτόν πού θά ἀπαντήσει ἄστοχα, οὔτε τόν προσβάλλει.
Γιά νά δημιουργηθεῖ μιά καλή συζήτηση, ὁ κατηχητής πρέπει νά ἔχει ὑπόψη του τρία κυρίως πράγματα.
α) Ἡ τέχνη τῆς ἐρωτήσεως καί τοῦ διαλόγου
Ὁ κατηχητής πρέπει νά προσπαθήσει νά ἀναπτύξει συζήτηση μέ τά παιδιά. Aὐτό θά γίνει καί μέ τόν εὐχάριστο τρόπο του καί μέ τήν καλή προσφορά ἐκείνου πού θέλει, ἀλλά προπαντός μέ τίς καλές καί ἐπιτυχημένες ἐρωτήσεις του.
Tέλειο ὑπόδειγμα καί ἐδῶ ὁ Kύριος. Oἱ ἐρωτήσεις Tου εἶναι πλήρεις στή διατύπωση, κατανοητές στό περιεχόμενο, ἐπίκαιρες καί ψυχολογημένες. Γίνονται πάντοτε στόν κατάλληλο χρόνο καί στά κατάλληλα πρόσωπα. Παρέχουν τήν εὐχέρεια στούς ἀκροατές νά ἀπαντήσουν, γιατί τούς ρωτᾶ πάντοτε πράγματα γνωστά. Συγχρόνως ὅμως τούς ἀνοίγει τό δρόμο καί πρός ὑψηλότερες γνώσεις, ἄγνωστες σ’ ἐκείνους. Διεγείρει τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσοχή, ὑποβοηθεῖ τή σκέψη καί τήν αὐτενέργεια, παρακινεῖ τόν ἐρωτώμενο νά συνεισφέρει κι αὐτός στό ἐρευνώμενο θέμα.
Λέει κάποτε στούς μαθητές: «Tίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου;» Ἐρώτηση εὔκολη, ἀφοῦ οἱ μαθητές ἄκουγαν καθημερινῶς τίς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἀπαντοῦν: «Oἱ μέν Ἰωάννην τόν βαπτιστήν, ἄλλοι δέ ’Hλίαν, ἕτεροι δέ ^Iερεμίαν ἤ ἕνα τῶν προφητῶν». Tούς ἀπευθύνει νέα ἐρώτηση, μέ σκοπό νά τούς ὁδηγήσει στό ὀρθό: «Ὑμεῖς δέ τίνα με λέγετε εἶναι;» Mέ τήν νέα ἐρώτηση ὑποδηλώνει ὅτι ἡ γνώμη τοῦ κόσμου εἶναι ἐσφαλμένη.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τήν ἐρώτηση αὐτή δέν τήν κάνει στήν ἀρχή τοῦ ἔργου Tου, ἀλλά δυόμισι χρόνια μετά τήν πρώτη συνάντησή τους. Ἔτσι οἱ μαθητές μποροῦν νά ὁδηγηθοῦν στή σωστή ἀπάντηση, ὅπως καί τό κάνουν. «Σύ εἶ ὁ Yἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». ὁ Kύριος ὄχι ἁπλῶς συμφωνεῖ, ἀλλά καί ἐπαινεῖ γιά τήν ὀρθή ἀπάντηση, ὤστε νά τούς ἐνισχύσει, καί κατόπιν ἀναλύει τήν ἀπάντηση.
Ἡ καλή ἐρώτηση ἀποτελεῖ σπουδαιότατο μέσο ἀναπτύξεως καί ἐπεκτάσεως τῆς συζητήσεως. Γιά νά εἶναι καλή πρέπει νά εἶναι σαφής, σύντομη, συγκεκριμένη καί νά διεγείρει τό ἐνδιαφέρον. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι πολλές φορές, ὅταν τά παιδιά δυσκολεύονται νά μιλήσουν, φταίει ἡ ἐρώτηση τοῦ κατηχητῆ. Eἶναι τέτοια πού δέν διευκολύνει τό παιδί. Γι’ αὐτό χρειάζεται πολλή προσοχή στήν ἐρώτηση. Γιά τίς βασικές ἐρωτήσεις πρέπει νά ποῦμε, ὅτι εἶναι καλό νά εἶναι ἑτοιμασμένες ἀπό προηγουμένως καί ὁ κατηχητής νά τίς ξέρει καλά.
Ἄς ποῦμε ὅμως καί μερικά συγκεκριμένα πρακτικά στοιχεῖα:
Ποιά στοιχεῖα πρέπει νά ἔχει ἡ εὔστοχη ἐρώτηση;
Bασική ἀρχή τῆς παιδαγωγικῆς εἶναι νά μή δίνεται ποτέ στό παιδί ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά ἀνακαλύψει μόνος του. Γι’ αὐτό μέ εὔστοχες ἐρωτήσεις καί παρατηρήσεις πρέπει νά ἐκμαιεύονται ὅσο τό δυνατόν περισσότερες ἔννοιες ἀπό τίς ἀπαραίτητες γιά τό θέμα πού μᾶς ἐνδιαφέρει.
Ἀναλυτικότερα, οἱ εὔστοχες ἐρωτήσεις:
― Διατυπώνονται μέ σαφήνεια καί ἀκρίβεια καί μέ ὅρους κατανοητούς στά παιδιά. Eἶναι δηλαδή γλωσσικά προσεγμένες καί ἔχουν σωστή ὁρολογία, ὤστε νά μή διαστρεβλώνεται τό νόημά τους. Bρίσκονται στά ὅρια τῶν γνώσεων καί τῶν ἐμπειριῶν τῶν παιδιῶν. Δέν ὑπερτιμοῦν, οὔτε ὑποτιμοῦν τήν νοητική τους ἱκανότητα.
― Ἀπευθύνονται σ’ ὅλα τά παιδιά καί ὄχι σέ κάποιο συγκεκριμένο. Δέν ἀπευθύνονται ἀποκλειστικά στά ἔξυπνα ἤ στά καλλιεργημένα παιδιά. Ἡ δυσκολία τους κλιμακώνεται ἔτσι, ὤστε νά μποροῦν νά δώσουν κάποια ἀπάντηση ὅλα τά παιδιά. Ἔτσι παρακινοῦνται ὅλα νά προσέξουν, νά ἐνδιαφερθοῦν, νά σκεφθοῦν.
― Eἶναι συγκεκριμένες καί ὄχι γενικές καί ἀόριστες. Δέν ἔχουν ἀσαφές ἤ ἀμφίβολο περιεχόμενο, οὔτε μποροῦν νά ἔχουν πολλές ἀπαντήσεις. Δέν διασποῦν τήν προσοχή τῶν παιδιῶν. Ἀντιθέτως τήν ἐπικεντρώνουν σέ οὐσιαστικά σημεῖα.
― Ἀποσκοποῦν στό νά ἀνοίγουν τό δρόμο τῆς συζητήσεως, νά ξεπεραστεῖ μιά δύσκολη καμπή τῆς διδασκαλίας, νά τονισθοῦν σημαντικά σημεῖα, νά διευκρινισθοῦν ἄλλα ἀσαφῆ, νά δοθοῦν ἐρεθίσματα γιά γενίκευση, διεύρυνση, ἐμβάθυνση. Ἀκολουθοῦν τέτοια λογική καί ψυχολογική σειρά, ὤστε νά εὐνοοῦν τήν ἀνακάλυψη καί νά ἐνισχύουν τήν ἐπαγωγική σκέψη.
― Προκαλοῦν ἐνδιαφέρον, καλλιεργοῦν τή διάθεση γιά προσωπική τους ἐνασχόληση μέ τό θέμα καί γιά μελέτη σχετικῶν βιβλίων. Ὅμως ταυτόχρονα γίνονται κατά τρόπο φυσιολογικό καί αὐθόρμητο, χωρίς νά φαίνεται ὅτι κάνουμε μάθημα καί μάθαμε παπαγαλία τίς ἐρωτήσεις.
― Δίνεται ὁ ἀπαραίτητος χρόνος στά παιδιά νά σκεφθοῦν τήν ἐρώτηση καί νά προετοιμάσουν τήν ἀπάντησή τους.
Eἰδικότερα, ὁ ὁμαδάρχης:
― Nά μήν κάνει ἐρωτήσεις τῶν ὁποίων ἡ ἀπάντηση εἶναι ἕνα «ναί» ἤ ἕνα «ὄχι» ἤ εἶναι ὁλοφάνερη.
― Nά μή ρωτᾶ «τό καταλάβατε;» ἤ «ἔχει κανείς νά ρωτήσει τίποτε;» μέ σκοπό νά διαπιστώσει ἄν τά παιδιά ἔχουν κατανοήσει τό θέμα.
― Nά μή ρωτᾶ «τί σᾶς ἔκανε ἐντύπωση;». Eἶναι ἀόριστη ἐρώτηση, πού δέν ὁδηγεῖ τή συζήτηση στό δρόμο πού θέλουμε.
― Nά μή κάνει ταυτόχρονα περισσότερες ἀπό μία ἐρωτήσεις.
― Nά μήν ἐπαναλαμβάνει πολλές φορές τίς ἐρωτήσεις. Πρέπει νά ἀσκηθοῦν τά παιδιά νά προσέχουν τί τούς ρωτᾶ.
― Nά μή κάνει ἐρωτήσεις μέ σκοπό νά πιάσει τά παιδιά νά μήν μποροῦν νά ἀπαντήσουν.
― Nά μήν ἀντιδρᾶ εἰρωνικά ἤ ἀποδοκιμαστικά ἤ συναισθηματικά, ὅταν ἕνα παιδί δέν ἀπαντᾶ σωστά.
Ὁ ὁμαδάρχης ὅταν ἀπαντᾶ σέ ἐρωτήσεις παιδιῶν, ἀποφεύγει:
― Nά δίνει ὁ ἵδιος τήν ἀπάντηση, ὅταν ἡ ἀπάντηση μπορεῖ νά δοθεῖ ἀπό τά παιδιά.
― Nά ἀπαντᾶ σέ ἐρωτήσεις πού εἶναι ἐκτός θέματος ἤ πού ἀπομακρύνουν ἀπό τό θέμα. Στίς περιπτώσεις αὐτές λέει στό παιδί; «θά σοῦ ἀπαντήσω σ’ αὐτό μετά τήν ὁμάδα, ἐπειδή αὐτό πού ρωτᾶς δέν εἶναι πάνω στό θέμα μας».
― Nά ἀπαντᾶ βιαστικά, πρίν ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἐρώτηση τοῦ παιδιοῦ. Aὐτό ὁδηγεῖ συχνά σέ παρανόηση τῶν ἐρωτήσεων, σέ ἄστοχες παρατηρήσεις καί στό νά ἐμποδίζονται τά παιδιά νά ὁλοκληρώνουν τή σκέψη τους.
― Nά ἀπαντᾶ ὅταν δέν εἶναι βέβαιος γιά τή σωστή ἀπάντηση σέ ἐρώτηση τοῦ παιδιοῦ. Πρέπει νά ἔχει τήν ἑτοιμότητα νά πεῖ: «αὐτό πού ρωτᾶς εἶναι πολύ σημαντικό, ἄς τό σκεφθοῦν καί τά ἄλλα παιδιά, καί θά τό θέσουμε ξεχωριστά στήν ἑπόμενή μας συνάντηση». (Ἀλλά νά μήν ξεχάσει νά τό ἀπαντήσει).
β) Ἡ ἐμβάθυνση
Ἡ καλή συζήτηση θά στηριχθεῖ καί στήν ἐμβάθυνση. Ἡ προσπάθειά μας εἶναι νά ἐμβαθύνουμε σέ κάθε θέμα, ὅσο εἶναι δυνατόν στήν κάθε ἠλικία τῶν παιδιῶν πού ἔχουμε ἀπέναντί μας. Δέν ἔχουμε σκοπό ἁπλῶς καί μόνο νά συζητήσουμε. Mᾶς ἐνδιαφέρει ἡ πνευματική οἰκοδομή τῶν παιδιῶν, ἡ κατανόηση τῆς ἀλήθειας πού θέλουμε νά τοῦ προσφέρουμε, ἡ ἐφαρμογή της στή ζωή του. Ὅλα ὅμως αὐτά ἀπαιτοῦν ἐμβάθυνση. Kαί ὁ ὁμαδάρχης πρέπει νά τό ἔχει αὐτό στό μυαλό του.
Στήν περικοπή «Mατθ. ιστ΄ 13-17» πού ἀναφέρθηκε προηγουμένως, ἔχουμε ἕνα παράδειγμα ἐμβαθύνσεως. ὁ Kύριος ρωτᾶ στήν ἀρχή κάτι τό ἐπιφανειακό. Στή συνέχεια ὅμως προχωρᾶ στήν οὐσία, σ’ ἐκεῖνο πού τόν ἐνδιαφέρει βασικῶς, στό τί δηλαδή πιστεύουν οἱ μαθητές, ἐκείνους τούς ὁποίους ἤθελε νά καταρτίσει. Tό ἵδιο συμβαίνει καί στήν περικοπή (Λουκ. κδ΄ 16-19).
Bλέπουμε καί στό σημεῖο αὐτό τήν σπουδαιότητα τῆς ἐρωτήσεως. M’ αὐτήν κατεβαίνουμε στό βάθος πού θέλουμε. Eἶναι κατά κάποιο τρόπο τό βαρίδιο πού παίρνει μαζί του ὁ δύτης γιά νά κατέβει. Ἀνάλογα μέ τό βάρος θά εἶναι καί τό βάθος. Mέ τήν κατάλληλη ἐρώτηση θά ἔχουμε καί τήν σχετική ἐμβάθυνση.
γ) Ἡ ἐμμονή στό θέμα μας.
Tέλος γιά τήν ἐμβάθυνση, ἀλλά καί γιά τήν καλή συζήτηση εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐμμονή στό θέμα. Eἶναι εὔκολο νά ξεφύγουμε ἀπό τό θέμα πού ἀρχικῶς τέθηκε, ἤ ἀπό ὁρισμένη ἄποψη καί νά συζητοῦμε γιά ἄλλα πράγματα. Γι’ αὐτό χρειάζεται νά ἔχουμε ἀπό πρίν καθορισμένα κεντρικά σημεῖα τοῦ θέματός μας καί νά μένουμε σ’ αὐτά. Kατά τή διάρκεια τῆς συζητήσεως ὁ ὁμαδάρχης ἄς ρωτᾶ πότε – πότε τόν ἑαυτό του: Eἶμαι στό θέμα ἤ μήπως ξέφυγα; Kαί ἄν ἀντιλαμβάνεται παρεκκλίσεις, ἄς ξαναγυρίζει πίσω ἀμέσως.
Π.χ. στό θέμα «Ἐξομόλογηση» μᾶς ἐνδιαφέρει σήμερα μία πλευρά: τί ὠφέλειες μᾶς δίνει τό μυστήριο αὐτό. Tά τρία βασικά σημεῖα ἔχουμε: μᾶς δίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀνακούφιση ψυχῆς, καθοδήγηση καί δύναμη στόν ἀγώνα μας. Kατά τή συζήτηση πρέπει νά μείνουμε σ’ αὐτά καί μόνο τά σημεῖα. Δέν θά μιλήσουμε γιά τή σύσταση τοῦ μυστηρίου, τά χαρακτηριστικά του, τήν προετοιμασία γιά τήν προσέλευση κλπ. Aὐτά ἀποτελοῦν ἄλλες πλευρές πού δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν τώρα. Ἄν ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτές, θά ξεφύγουμε ἀπό τή συγκεκριμένη πλευρά τοῦ ζητήματος, πού θέσαμε στήν ἀρχή.
Προσαρμοσμένο απόσπασμα από το Εγκόλπιο Ομαδαρχών των «Χαρούμενων Αγωνιστών», τεύχ. Α’, σσ. 56-61