Νομίζαμε πώς ἐμεῖς θ’ ἀνοίγαμε τό δρόμο

γιά νά μπεῖς στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.

Γι’ αὐτό σαλπίσαμε πώς Εἶσαι «πνεῦμα μέγα,

κραταιόν, διαλῦον ὄρη καί συντρίβον πέτρας»,

ὅλος δικαιοσύνη.

Μᾶς βεβαίωνε ἡ φυσιοῦσα γνώση μας

πώς Σέ ξέρουμε καλά

γι’ αὐτό μηνύσαμε στούς γνωστούς μας

νά ‘ναι ἔτοιμοι

γιατί «ἐν τῷ συσσεισμῷ ὁ Θεός».

Κι ἔπειτα θέσαμε τά φορτία τά δυσβάστακτα

στούς ὤμους τῶν παιδιῶν Σου

γιατί, τάχα, ἤσουν φωτιά.

Ἔξαφνα εἴδαμε γραμμένο στίς καρδιές τους

τ’ ὄνομά Σου

χωρίς ἐμεῖς κἄν νά τίς ἔχουμε ἀγγίξει!…

Μᾶς εἶχε ὅλους δροσίσει μιά πνοή αὔρας λεπτῆς!

Κι ἤσουν Ἐσύ ὁ Ἄγνωστος σέ μᾶς τούς πένητες,

πού ξέρεις νά κατακτᾶς εἰρηνικά, ἁπαλά,

μέ βεβαιότητα

μ’ ἐλπίδα

μέ ἔλεος

μεσ’ στό Φῶς!

Ε. Β.

Περιοδικό «Η Δράσις μας», τεύχος 364, Ιαν. 1999

1 αστεράκι2 αστεράκια3 αστεράκια4 αστεράκια5 αστεράκια (7 ψήφοι, μέσος όρος: 5.00 από 5)
Loading...