Ὁ πνευματικός καταρτισμός δέν εἶναι διανοητικό γύμνασμα, ἀλλά βίωμα καί καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά γίνει καταληπτός μέ τό μυαλό. Τελικά, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται ἀλλά ἀποκαλύπτεται.
Ὅταν λοιπόν μιλᾶμε γιά πνευματικό καταρτισμό, στήν οὐσία μιλᾶμε γιά ἁγιοπνευματικό καταρτισμό. Ὁ πνευματικός καταρτισμός δέν ἔχει νά κάνει μέ τή λογική «διαβάζω πέντε βιβλία, δίνω ἐξετάσεις, περνάω, καί ἄρα κατέχω τό ἀντικείμενο». Ὅ,τι λοιπόν ἀναφέρθηκε ὡς τρόπος καταρτισμοῦ, πρέπει νά θεωρηθεῖ ὄχι αὐτοσκοπός, ἀλλά μέσο τό ὁποῖο ἀνοίγει τίς πόρτες τῆς ψυχῆς μου στό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τί σημαίνει αὐτό πρακτικά: Τήν Ἁγία Γραφή καί τά πατερικά κείμενα δέν τά διαβάζω οὔτε γιά νά πῶ ὅτι ἐκπλήρωσα τό ἡμερήσιο καθῆκον ἁγιογραφικῆς μελέτης οὔτε γιά νά ἀπομνημονεύσω χωρία καί νά κρίνω μέ αὐτά τούς ἄλλους οὔτε γιά νά μετατραπῶ σέ «δεινό ἀπολογητή» τῆς πίστης οὔτε γιά νά ἀποκτήσω τήν ψευδαίσθηση ὅτι ἀπέκτησα τό πατερικό φρόνημα καί ὅτι ἔχω δῆθεν ὑψηλά πνευματικά βιώματα. Τά διαβάζω πρωτίστως γιά νά ταπεινωθῶ καί νά νιώσω τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά γίνω ἐγώ θεός. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τούς βίους τῶν ἁγίων. Δέ μελετάω τό συναξάρι γιά νά μεταφέρω ἀκριβῶς αὐτά πού διαβάζω στή ζωή μου. Μπορεῖ νά γίνει καί αὐτό, ἀλλά κυρίως τό κάνω γιά νά ταπεινωθῶ, δηλαδή νά μορφωθῶ πνευματικά. Καθώς διαβάζω τό συναξάρι, συγκρίνομαι μέ τούς ἁγίους, ἀνακαλύπτω τήν ἀναξιότητά μου καί παρακαλῶ ταπεινά τό Θεό νά μοῦ δώσει λίγη ἀπό τή χάρη τῶν ἁγίων.
Αὐτή λοιπόν ἡ ταπείνωση, πού εἶναι ἡ βάση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, θά μέ ὁδηγήσει στόν πόθο νά τηρήσω πιστά τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Ἔτσι σιγά-σιγά ἀρχίζω νά καθαρίζω τήν ψυχή μου ἀπό τά πάθη καί δέχομαι τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ προσευχή μου θά ἀρχίσει νά ἀποκτᾶ μία καθαρότητα. Μόνο μέ τήν προσευχή καί τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά λάβει ἀξία ἡ ὅποια ἐπιμόρφωσή μου ὡς ὁμαδάρχου. Ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅποιος δέν ἔχει φωτιστεῖ, ἔχοντας προηγουμένως καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη, δέν μπορεῖ νά φωτίσει ἄλλους. Πέρα ἀπό τήν προσευχή, ὁ φωτισμός θά ἔλθει ἐφόσον ζῶ ἐκκλησιαστικά. Καί ἔχω κάποιον πατέρα πνευματικό γιά νά μέ ὁδηγεῖ στήν πνευματική ζωή. Καί συμμετέχω στίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες καί στή Θεία Εὐχαριστία, καί τό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο γίνεται καί προσωπικό μου ἡμερολόγιο. Καί προσπαθῶ στά πρόσωπα τῶν συνανθρώπων νά βλέπω τόν ἴδιο τό Χριστό.
Δ. Τ., θεολόγος