ΔΕΥΤΕ ΙΔΩΜΕΝ ΠΙΣΤΟΙ
Στα μαύρα και βαθιά μεσάνυχτα
η νύχτα – ιδές! ροδοχαράζει!
Γιορτάζουν οι ουρανοί της Βηθλεέμ,
βρέχοντας θείο φωτοχαλάζι
Κι η γη το πίνει, πίνει λαίμαργα,
γιατί από φως έχει διψάσει
Πόσες χιλιάδες χρόνια επρόσμενε
τήν άγια αυτή στιγμή να φτάσει!
Πόσες χιλιάδες χρόνια επρόσμενε
την άρρητην ανατολή Σου,
μες στ’ αξημέρωτα σκοτάδια της
φωτός ποτάμια να κυλήσουν!
Με το γλυκό Σου όραμα σφάλησαν,
Λόγε, οι Πρωτόπλαστοι τα μάτια,
κι οι Δούλοι Σου όλοι κι οι Προφήτες ΣΟυ,
απ’ τις σκηνές ως τα παλάτια.
Ω Συ, μεγάλε Αναμενόμενε
του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σε ψαλμοί κι ωδές και σίβυλλες,
για Σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.
Για Σε ο Δαβίδ τη λύρα ανάκρουσε,
κι ο μεγαλόπνοος Ησαΐας,
που διασκελίζοντας τα σύνορα
της Ιουδαίας και της Ασίας,
στης γης τα πέρατα το κήρυξε,
πως θείο Παιδί για μας εδόθη,
π’ όλοι θα βρουν σ’ Αυτό την πλήρωση
οι πανανθρώπινοί μας πόθοι.
Τον ερχομό Σου, ω! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ο τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ’ όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητής του νιότης!
Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ’ αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σαν αύρα, σαν πνοή, σαν φως,
σαν ορθρινή δροσοσταλίδα.
Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε
– Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον Λατρευτό μας και τον Ένα.
Της νοσταλγίας τ’ Αστέρι τ’ άγρυπνο
στη Φἀτνη Σου μάς έχει φέρει.
Κι αν μας εράπισε τα μάγουλα
το χειμωνιάτικο αγριοκαίρι,
κι αν χίλιοι δυο στο δρόμο βρέθηκαν
– ξυπνοί! – να μας περιγελάσουν
και να μας λεν πως είσαι χίμαιρα,
και τρέλα το κυνήγημά Σου,
μα εμείς, ω θησαυρέ, Σε βρήκαμε,
και τη χαρά μας διαλαλούμε!
Ας είσαι Θεός άυλος κι άπιαστος·
εμείς στα χέρια Σε κρατούμε!
Ω Συ, γλυκιά Πραγματικότητα
που ψηλαφούν τα δάχτυλά μας!
Σε λέμε – κι ας τ’ ακούσουν οι άπιστοι –
Κύριο, Σωτήρα, Βασιλιά μας.
Ιησού! Μπροστά Σου γονατίζουμε
– Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον Λατρευτό μας και τον Ένα.
Σμύρνα και μάλαμα δεν έχουμε,
μόνο λιβάνι, Αγαπημένε.
Λίγο λιβάνι απάνω στης καρδιάς
το μυστικό βωμό, όπου καίνε
των πόθων των αγνών τα κάρβουνα
και της λατρείας η άγια φλόγα.
Δέξου τα, ως τόσο, και καλόγνωμα
την προσφορά, Χριστέ μου, ευλόγα!
Ω, δέξου την, Χριστέ, καλόγνωμα.
Φτωχή κι αν είν’ η προσφορά μας,
πλούσια κι αμέτρητη κι ανείπωτη
στη γέννησή Σου είν’ η χαρά μας.
Ιησού! Μπροστά Σου γονατίζουμε
– βοσκοί του λόγγου που αγραυλούμε,
τη νύχτα τούτη που μας έκαμες
άξιους με αγγέλους να μιλούμε!
Απόψε νιώθουμε τριγύρω μας
να φτερουγάν αβρά αγγελούδια,
κι ηχούν στ’ αυτιά μας γλυκοτόνιστα
τα παναρμόνιά τους τραγούδια.
Κύριε, λυπήσου μας, φτωχούς βοσκούς
που προσκυνούν τη γέννησή Σου!
Δε Σε ξεχάσαμε! – κι ας τρέχουμε
τον κίνδυνο να μας μισήσουν.
Ας σε ξεχνούν του κόσμου οι προύχοντες
κι οι ξακουσμένοι κι οι μεγάλοι
κι όσοι λατρεύουνε σαν είδωλα
είτε τα πλούτη είτε τα κάλλη.
Ας σε ξεχνούν όσοι πιστέψανε
στη γνώση τους και στη σοφία.
Εμείς μακριά Σου πώς θα ζήσουμε
ω Λόγγε! ω Βρέφος! ω Μεσσία!;
Όλα κοντά Σου εμείς τα βρήκαμε:
γνώση, ομορφιά και φως και πλούτη.
Άλλο μας καύχημα δεν έχουμε,
όξω απ’ την άγια Φάτνη ετούτη.
Το μυστικό μάς τόπε ο άγγελος
και το φυλάμε με καμάρι.
Στη λάσπη εμείς δε θα το ρίξουμε
τ’ ατίμητο μαργαριτάρι.
Το μυστικό μάς τόπε ο άγγελος
ω! Ελπίδα μας κι Απαντοχή μας!
Μια θεία γέννηση γιορτάζουμε
στη Βηθλεέμ και στην ψυχή μας!
Αιώνια μέσα μας Χριστούγεννα
κι ανθοβολούνε κρίνα ολάσπρα.
Κι απ’ των ψυχών μας το στερέωμα
σταλάζουν φως κι ασήμι τ’ άστρα!
Γ. Βερίτης