Ο Κύριος δεν θέλησε να αναληφθεί στους ουρανούς και να στείλει το Άγιον Πνεύμα αμέσως μετά την Ανάστασή Του· εν τη σοφία Του, για να πείσει καλύτερα τους Αποστόλους για την Ανάστασή Του και να τους «συνηθίσει» στη νέα Του ιδιότητα ως αναστημένου, κανόνισε τα πράγματα αλλιώς, και έτσι η Ανάληψή Του καθώς και η έκχυση του Αγίου Πνεύματος στους ανθρώπους, αποτέλεσμα του ότι κάθισε εν δεξιά του Πατρός, απέχει κάποιες μέρες από την Ανάσταση: σαράντα μέρες για την Ανάληψη, πενήντα για την έλευση του Αγίου Πνεύματος. Η λειτουργική μας ζωή ακολουθεί τα βήματα αυτά του μυστηρίου της σωτηρίας μας. Κατά μια προσφιλή έκφραση του αγίου Ειρηναίου επισκόπου Λουγδούνου, ο αναστάς Κύριος θέλει, κατά κάποιον τρόπο, να συνηθίσει κι εμάς, σιγά σιγά, στην ιδιότητά Του ως Αναστάντος.
Αφού, λοιπόν, ανήλθε στους ουρανούς, «εκάθισεν εν δεξιά του Πατρός». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι και η ανθρώπινη φύση του Χριστού ενδύθηκε με όλη τη δόξα, όλη τη θεία δύναμη, όλη την εξουσία του Κυρίου ουρανού και γης που λαμβάνει από τον Πατέρα Του. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού δοξάστηκε, πληρώθηκε από την ακτινοβολία της θείας φύσεως, από τη δόξα του Θεού, τη δόξα που ο Μονογενής Υιός, ως προς τη θεία φύση Του, δεχόταν προαιωνίως από τον Πατέρα Του, πριν ακόμη από τη δημιουργία του κόσμου· αυτή η θεία φύση, τώρα, μεταμορφώνει την ίδια την ανθρώπινη φύση Του, που τώρα πια δεν είναι θνητή και παθητή, αλλά όντως θεωμένη. Αυτό γίνεται διά του Αγίου Πνεύματος, ταυτόχρονα όμως παραμένει ανθρώπινη φύση, σαν το σίδερο το πυρωμένο στη φωτιά, που ωστόσο δεν παύει να παραμένει σίδερο.
Ίσως κάποιοι θα ρωτήσουν: «Αλλά τώρα ο Χριστός με την αναστημένη ανθρώπινη φύση Του, που βρίσκεται»; Δύσκολη η απάντηση στο ερώτημα αυτό, διότι δεν έχουμε εμπειρία παρά μόνο των πραγμάτων που ανήκουν στον χώρο και στον χρόνο, πραγμάτων που εμπίπτουν στα όρια του χωροχρόνου, και δεν διαθέτουμε λέξεις, για να εκφράσουμε επαρκώς ό,τι αφορά πραγματικότητες που υφίστανται έξω από τα όρια αυτά, έτσι όπως τα γνωρίζουμε. Θα μπορούσαμε να πούμε το εξής: ο αναστάς Κύριος, με την ανθρώπινη ψυχή και το σώμα Του, δεν βρίσκεται σε κάποιο σημείο του χώρου (κάποιον απομακρυσμένο πλανήτη ή «στα νέφη του ουρανού» με τη στενή έννοια του όρου). Είναι σ᾿ αυτό που η παράδοση ονομάζει «ουρανό», εννοώντας τον θείο κόσμο που δεν είναι κόσμος καθαρά άυλος (όπως ο κόσμος των «ιδεών» του Πλάτωνος), διότι περιέχει και τον Θεό, και τους αγγέλους, και τις ψυχές των κεκοιμημένων και κάποιους αγίους που βρίσκονται εκεί με το δοξασμένο σώμα τους (ο Χριστός, η Υπεραγία Θεοτόκος, ο άγιος προφήτης Ηλίας…), υπερβαίνει όμως τον υλικό μας κόσμο που υπόκειται στα όρια του χώρου και του χρόνου. Ο «ουρανός» αυτός είναι κάτι διαφορετικό από το δικό μας σύμπαν, το μη μεταμορφωμένο, δεν είναι όμως «αλλού», «μακριά από μας»· είναι απολύτως πραγματικός, όχι όμως «τοποθετημένος» κατά τον τρόπο των μη μεταμορφωμένων υλικών πραγματικοτήτων. Μπορούμε να τον προσεγγίσουμε, να διεισδύσουμε εκεί και να τον «αγγίξουμε» κατά κάποιον τρόπο με τις εσωτερικές πνευματικές μας κινήσεις, με την πίστη μας, τη μετάνοια και την αγάπη μας. Να αγγίξουμε τον Θεό; Ναι, τον Χριστό στην ένδοξη θεανδρικότητά Του, καθώς και τους αγίους, τα μέλη του Σώματός Του, που είναι κοντά σε κάθε «συντετριμμένη καρδία», κατά τον πεντηκοστό Ψαλμό.
Πηγή: π. Πλακίδας Deseille, Πάσχα, το αιώνια πέρασμα, εκδ. Έαρ, Αθήνα 2021, σελ. 115-118.