Την ώρα που βοηθούσα την μαμά στην ετοιμασία του γλυκού είχα μια εσωτερική στενοχώρια, που καλά καλά δεν ήξερα από πού προερχόταν. Ήταν γιατί χθες βράδυ αρνήθηκα κάτι στον Πέτρο ή ήταν από το σημερινό “όχι” που είπα στη μαμά;
Δηλαδή, να σας πω το θέμα. Σ’ αυτό το σπίτι μερικές φορές με περνούν για υπηρέτρια. Δε λέω, να βοηθήσω στις δουλειές, να ξεσκονίσω, να μπω λίγο στη μαγειρική και στα γλυκίσματα, να πάω ως τον κοντινό μπακάλη μας. Τώρα να μου ζητάει ο Πέτρος να του ράψω τα κουμπιά από το πουκάμισό του, που από απροσεξία του κόπηκαν -η μαμά τού τα παραδίδει τέλεια τα ρούχα του- ε!, όχι. Χέρια δεν έχει; Φαντάρος θα πάει σε λίγα χρόνια, εμένα θα έχει δίπλα του; Βέβαια, για να μην τον αδικώ, είχε και επείγουσα δουλειά εκείνη την ώρα. Αλλά, αν υποχωρούσα θα έκανα κακή αρχή. Να πάρει είδηση και ο Γιάννης και να μην με αφήνουν ήσυχη;
Το ίδιο και σήμερα με την μαμά. Και τι δεν της έκανα. Ξεσκόνισα όλο το σπίτι, κράτησα την Φανούλα στην αγκαλιά μου μισή ώρα, που γκρίνιαζε, και τώρα έκανα και τη θυσία να βοηθήσω στο γλυκό που μας ετοιμάζει. Όταν, όμως, μου είπε να παρω τις μπλούζες του Γιάννη και του Πέτρου και να τις πάω στο χώρο που είναι το πλυντήριο, της είπα κοφτά: “Όχι, μαμά, κι αυτήν την δουλειά”.
Τις πήγε, βέβαια, εκείνη χωρίς να μου πει τίποτε. Με το χαμόγελο, που δεν φεύγει σχεδόν από τα χείλη της, μού έλεγε εκείνη την στιγμή να χτυπήσω τα αυγά στο μίξερ. Με το ίδιο χαμόγελο, όταν τελείωσα, μου είπε:
– Μπορώ να σου πω τώρα μια ιστορία από τους αρχαίους, που τόσο σου αρέσουν;
Είπα ένα “ναι”, μ’ όλο που ήξερα πως με κάποιο επιδέξειο μαχαίρι η μαμά θα μου ξερίζωνε πάλι κάτι κακό που έβλεπε.
Εκείνη άρχισε:
“Σε μια πόλη της αρχαίας Αχαΐας, κάποιος άρχοντας έκανε επίσημο γεύμα για τους λοιπούς μεγάλους και τρανούς της πόλης. Η ετοιμασία έπρεπε να είναι λαμπρή, γιατί το γεύμα θα τιμούσε ο αρχηγός της Αχαϊκής συμπολιτείας -ξέρεις από την ιστορία σου γι’ αυτήν- ο σεβαστός και γνωστός Φιλοποιμήν.
Η οικοδέσποινα μαζί με όλο το υπηρετικό προσωπικό είχε από το πρωί ετοιμασίες. Χωριστά τις προηγούμενες μέρες. Δεν τα πρόφταινε, όμως, όλα με τους δικούς της υπηρέτες και η μόνη της ελπίδα ήταν οι υπηρέτες των καλεσμένων, που καθώς έμεναν στο πίσω μέρος των μαγειρείων θα έδιναν κάποιο χέρι.
Πόσο ανακουφίστηκε όταν χτύπησε η πόρτα και παρουσιάστηκε ένας τέτοιος υπηρέτης. Δεν την ένοιαζε και πολύ τίνος ήταν. Τον φώναξε και του έδωσε βιαστική μια παραγελία.
– Εκείνο το μεγάλο κούτσουρο πρέπει να κοπεί σε μικρά κομματάκια. Πάρε τον πέλεκα και πήγαινε εκί στην άκρη του κήπου για να μην ενοχλείς και κανέναν.
Ο άγνωστος υπηρέτης είπε ένα “ναι” και, αφού τον βοήθησε κάποιος άλλος να σύρει το κούτσουρο εκεί που είπε η οικοδέσποινα, άρχισε το κόψιμο. Σε λίγη ώρα, όσο κι αν δεν ήθελε η νοικοκυρά, τα βαριά χτυπήματα ακούγονταν ως την κεντρική είσοδο.
Πέρασε λίγη ώρα κι άρχισαν να έρχονται οι επίσημοι προσκεκλημένοι. Αλλά όλοι με έκλπηξη, με θαυμασμό κοίταζαν τον άνδρα που έκοβε το ξύλο….”
Εγώ, παιδιά, εκείνη την ώρα άλειφα προσεκτικά με φρέσκο βούτυρο τις δυο φόρμες, που θα έβαζε η μαμά το κέικ. Σκουπίζοντας με το χέρι μου κάποιο δάκρυ, της είπα:
– Ευχαριστώ, μαμά, την μαντεύω την συνέχεια. Όλοι θα αναγνώρισαν στο πρόσωπο του ανθρώπου, που έκοβε το κούτσουρο, τον μεγάλο αρχηγό της Αχαϊκής συμπολιτείας, τον Φιλοποίμενα, που τον πέρασε για δούλο η κυρία.
Ίσως από αντίδραση, άρχισα να γελώ και συνέχισα:
– Φαντάζομαι, μαμά, της αρχόντισσας την ντροπή σαν άκουσε ποιον έβαλε να της κόψει ξύλα.
Επειδή της μαμάς το χέρι ήταν απασχολημένο, πήγα και της έδωσα ένα κλεφτό φιλί στο μάγουλο και είπα το “ευχαριστώ” μου.
Ήταν, αλήθεια, τόσο ταπεινωτικό να ράψω του Πέτρου τα κουμπιά, που γίνεται θυσία για μας, ή να πάω των αδελφών μου τις μπλούζες στο πλυντήριο; Τι νομίζω πως είμαι καμιά φορά; Τι με πιάνει, αλήθεια;
Πρός την Νίκην, τεύχος 568 Σεπτ. 1997
One Comment
Αφήστε ένα σχόλιο
You must be logged in to post a comment.
Δυνατὴ καὶ μεστὴ ἱστορία! Εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸν κόπο τῆς πληκτρολόγησης καὶ τῆς ἀποστολῆς καὶ ἐπίσης γιὰ ὅσα ἔχετε ἀποστείλει ἠλεκτρονικὰ μέχρι τώρα.