- Εἶδος ψαριοῦ , πού μοιάζει μέ φίδι χέλι
- ἀριθμός χίλια
- λίγο ζεστός χλιαρός
- χορτάρι χλόη
- ένα ζώο χοίρος
- ἀγαπημένη ἀσχολία κάποιου [ἀγγλική λέξη] χόμπι
- λεπτές τρίχες ἀπό βαμβάκι ἢ μαλλί στήν ἐπιφάνεια ὑφάσματος χνούδι
- ὂχι ξερός χλωρός
- ὁ παχουλός χοντρός
- ἡ παλάμη τοῦ χεριοῦ μας χούφτα
- χρησιμεύει στίς οἰκονομικές συναλλαγές χρήμα
- ένα μέταλλο χρυσός, χαλκός
- τόν ἒπαιρναν στήν ἀρχαιότητα στά μαντεῖα χρησμός
- ἒχουν τά ρήματα χρόνους
- πολτός ἀπό ἀλεύρι χυλός
- ἐπάγγελμα χτίστης
- θόρυβος χτύπος
- ὑπάρχει στήν κουζίνα χωνί , χύτρα
- σου χρειάζεται κάθε μέρα χτένα
- τίς ἒχουν μερικά μουσικά ὂργανα χορδές
- τή λέμε γιά πρόσωπα, πού χάνουν τό χρῶμα τους καί παίρνουν χρῶμα πρός τό ἂσπρο χλωμός
- κάνουν καλό στόν ὀργανισμό μας χυμοί
- τό χρειάζονται τά φυτά χώμα
- κουτσός χωλός
- ὑπάρχουν καί στό χάρτη χωριά
- μια πρόθεση χωρίς
- τό κράτος χώρα
- καί ὁ ἀέρας πιάνει… Τί; χῶρο