Ἄστραψαν τά μάτια του, καθώς ξετύλιξε τό χαρτί πού εἶχε τό δῶρο.
Μπροστά του εἶχε ἕνα τόσο μικρό βιβλίο ὅσο ἡ μισή του παλάμη, μέ μαῦρο ἀκριβό δέρμα δεμένο, μέ λεπτό χρυσό Σταυρό μπροστά καί μ’ ἐπιχρυσωμένα στά πλάγια τά φύλλα του, μέ μιά στενή γαλάζια κορδελίτσα γιά σελιδοδείκτη. Ἔδειχνε πώς ἦταν πληρωμένο ἀκριβά τό δῶρο τοῦ θείου στή γιορτή του. Μιά Καινή Διαθήκη!
Τό χάρηκε πολύ τοῦτο τό δῶρο ὁ Δημήτρης, γιατί μιά τέτοια πολυτελή ἔκδοση δέν εἶχε ξαναδεῖ.
Τό χάρηκαν κι οἱ ἄλλοι στό σπίτι, ἡ μητέρα καί τ’ ἀδέρφια του, τό θαύμασαν κι οἱ ἐπισκέπτες τ’ ἀπόγευμα, καθώς τήν ἀντίκρισαν πάνω στό τραπεζάκι τοῦ σαλονιοῦ νά λάμπει κάτω ἀπό τό πολύφωτο…
…………………………………………………….
Ὅμως πολύ γρήγορα μέσα σέ δυό μέρες ἄλλαξαν πολλά πράγματα στήν πατρίδα μας…
Ὁ φοβερός ἦχος ἀπ’ τίς σειρῆνες ὅρμησε σάν παγερός βοριάς στά σπιτικά καί στίς καρδιές καί τάραξε, ἀναστάτωσε, σκόρπισε δάκρυα, ἔστειλε μακριά ἀγαπημένους καί ἔφερε τοῦ πολέμου τή φωτιά σέ κάθε ἑλληνική γωνιά.
Οἱ νέοι καί ἄγουροι στά χρόνια ἔγιναν ἄνδρες ἀπότομα. Οἱ μεσόκοποι ξαναβρῆκαν τήν παλιά τους λεβεντιά. Καί κίνησαν ὅλοι ὅμοιοι στή λεβεντιά, γιά τό μέτωπο. Καί μεῖναν πίσω οἱ ἀνήμποροι καί οἱ ἄμαχοι, ὅμοιοι στή λεβεντιά μέ κείνους πού κίνησαν.
Δέκα, εἴκοσι μέρες ἀγῶνες, βομβαρδισμοί, κρυοπαγήματα. Τριάντα, σαράντα μέρες νίκες, θρίαμβοι, καμπάνες ὁλόχαρες, ἔκθαμβοι οἱ λαοί γιά τῶν λίγων Ἑλλήνων τή δύναμη, πού καταδίωκε τούς πολλούς.
Πρῶτος ὁ Δημήτρης κατάφερνε καί μάθαινε τίς εἰδήσεις ἀπό κάποιες μικρές ἀνακοινώσεις στό ραδιόφωνο, ἀπό τούς τίτλους στίς ἐφημερίδες, σάν ἔβγαινε τό πρωί γιά τό ψωμί.
– Τήν πήραμε, μαμά, τήν Κορυτσά! ἀντηχοῦσε βραχνή ἀπό συγκίνηση ἡ φωνή του.
– Τούς πήραμε τούς Ἁγίους Σαράντα…!
– Ἔπεσε τ’ Ἀργυρόκαστρο! Λαμπύριζαν τά μάτια ἀπό δάκρυα χαρᾶς σ’ ὅλων τά πρόσωπα.
Σταματοῦσαν οἱ βελόνες πού ἔπλεκαν τό μάλλινο τοῦ στρατιώτη, γιά νά σταυροκοπηθοῦν, καί ξανάρχιζαν πάλι μέ νέα δύναμη, γιά νά προχωρήσουν ὅσο πιό πολύ, γιά νά στείλουν ὅσο πιό πολλά σέ κείνους πού προστάτευαν τήν πατρίδα…
…Ἡ μητέρα κι ἡ γιαγιά ἔπλεκαν συνέχεια πουλόβερ, γάντια καί κουκοῦλες. Ἡ Φροσούλα στά δέκα της χρόνια εἶχε καταφέρει νά τελειώσει δυό κασκόλ χωρίς λάθη. Εἶχε καταφέρει κι ὁ Δημήτρης νά τῆς πλέξει δυό σπιθαμές, πράγμα πού κι αὐτός δέν τό πίστευε.
Στά δέματα ὅμως πού ἑτοίμαζαν γιά τό μέτωπο μέ τά μάλλινα, τά κουλούρια, τά χαρτοφάκελα, τά σοκολατάκια καί τό κονιάκ, ἦταν πολύ ἐπιδέξιος κι ἐξασκημένος. Ἐξασκημένος στό καλό τύλιγμα τοῦ χαρτιοῦ, στό γερό δέσιμο τοῦ σπάγγου, στό γράψιμο καί στό σφράγισμα μέ τό βουλοκέρι, στή μεταφορά στό στρατιωτικό ταχυδρομεῖο. Καί παραλῆπτες ἦταν κάποιοι μακρινοί συγγενεῖς, μερικοί γνωστοί καί γείτονες, ὁ γιός τοῦ μανάβη, ὁ ἀδελφός τοῦ συμμαθητῆ, τοῦ Στρατῆ, ὁ καθηγητής του ὁ φυσικός.
Μιά μέρα ἔφτασε ἀπ’ τό μέτωπο γιά ὑπηρεσία ὁ Βασίλης, ὁ βαφτισιμιός τοῦ πατέρα τους. Εἶχαν χάσει τά ἴχνη του ἀπό τότε πού εἶχε πάει στό ἐξωτερικό καί τώρα συγκινήθηκαν, καθώς τόν ἀντίκρισαν μέ τό χακί καί τόν καπνό τοῦ πολέμου στήν ὄψη. Ἀτέλειωτες διηγήσεις γιά μάχες καί θαυμαστές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας στίς φοβερές ἐκεῖνες ὧρες. Ἀτέλειωτες εὐχές γιά νά τόν συνοδέψουν, ἀφοῦ τήν ἄλλη μέρα ξανάφευγε γιά τό μέτωπο πάλι.
Ὁ Δημήτρης εἶχε γονατίσει στό πάτωμα στό διπλανό δωμάτιο γιά νά δέσει γερά τό δέμα πού τοῦ ἑτοίμασαν, ὅταν ἦρθε ἡ μητέρα κοντά του.
– Δημήτρη, ἔκανε μέ κάποιο δισταγμό. Ξέρεις τί εἶπε τώρα ὁ Βασίλης στό σαλόνι;… Κοίταξε τή χρυσόδετη Καινή Διαθήκη σου στό τραπεζάκι καί εἶπε σιγανά: Νά… Ἄν ἔβρισκα μιά τέτοια λεπτή Καινή Διαθήκη γιά μαζί μου, θά τήν ἔβαζα στήν τσέπη στό ἀμπέχονό μου καί θά τήν εἶχα παντοῦ.
Σηκώθηκε ὁ Δημήτρης μ’ ἀναστάτωση στήν καρδιά.
– Δηλαδή; Δηλαδή, μαμά, τή ζήτησε;
– Δέν τή ζήτησε… Ἄν ὅμως σύ ἤθελες νά τοῦ τή χαρίσεις…
Ἄστραψαν τά μάτια τοῦ Δημήτρη, ἀπό δάκρυα τούτη τή φορά. Ὄχι. Δέν εἶχε σκεφτεῖ ποτέ πώς ἡ χρυσόδετή του θά μποροῦσε τόσο γρήγορα νά τοῦ λείψει γιά πάντα. Κρατώντας τήν ἄκρη τοῦ σπάγγου στά χέρια καί τό σουγιά, τήν κοίταξε μέ πάλη ἐσωτερική.
– Νά τοῦ δώσω τήν ἄλλη μου τή μεγάλη Κ.Δ. Ἔχει καί μεγαλύτερα γράμματα… Ὁ θεῖος εἶπε ὅτι αὐτή ἦταν ἡ τελευταία, ἔκανε τό ἀγόρι μέ σπαραγμό.
Μιά τέτοια θυσία δέν τήν μποροῦσε. Ἄλλωστε, ἄν δέν τήν εἶχε ἀφήσει πάλι στό τραπεζάκι τοῦ σαλονιοῦ καί δέν τήν ἔβλεπε ὁ ἐπισκέπτης, τί θά εἶχε;
Ἡ μητέρα ἔσκυψε νά πάρει τό δέμα μέ τό πλεχτό, τίς σοκολάτες, τά χαρτοφάκελα.
– Ἄς τοῦ δώσουμε τά χρήσιμα γιά τό σῶμα, ψιθύρισε. Ἐκεῖνο πού ποθεῖ ἡ ψυχή του δέν τοῦ τό δίνουμε…
Ἔνιωσε μεγάλη ντροπή ὁ Δημήτρης. Σέ πέντε χρόνια θά γινόταν στρατιώτης κι αὐτός! Αὐτός πού δέν ἀποφάσιζε νά θυσιάσει ὄχι τόν ἑαυτό του γιά τήν πατρίδα ἀλλ’ οὔτε κάτι δικό του, ἀγαπητό βέβαια, πού ὅμως λίγο καιρό πρίν δέν τό εἶχε.
– Νά τή δώσουμε, μαμά! φώναξε ἀποφασισμένος, ἐνῶ μπῆκε κι αὐτός στό σαλόνι νά δεῖ γιά τελευταία φορά στά χέρια τοῦ Βασίλη τή χρυσόδετη στήν τσέπη του ἀμπέχονου, ψηλά στή θέση τῆς καρδιᾶς.
…………………………………………………….
Πόσα φέρνουν στά μετόπισθεν οἱ ἐπιστολές ἀπ’ τό μέτωπο! Συγκινήσεις, παλμούς, κακουχίες, ἐνθουσιασμούς. Καί μερικές φορές ρίγος ἱερό γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά παλληκάρια μας!
Τό πρῶτο γράμμα πού ἔστειλε ὁ Βασίλης ἀπό τό μέτωπο ἦταν γιά νά ἐκφράσει τή βαθιά του εὐγνωμοσύνη γιά τό πολύτιμο δῶρο πού τοῦ χάρισαν καί πού μετάγγιζε καί σ’ αὐτόν καί στούς γύρω του δύναμη καί θάρρος.
Καί τό δεύτερο γράμμα, γιά νά μεταφέρει στούς δικούς του τό μεγάλο θαῦμα πού ἔζησε στό μέτωπο τήν ὥρα τῆς μάχης: Τήν ὥρα πού πολεμοῦσε ἄκουσε τή σφαίρα τοῦ ἐχθροῦ, πού σφύριξε μπρός του καί χτύπησε πάνω του μέ δυνατό χτύπημα στή θέση τῆς καρδιᾶς. Κι ὕστερα κοίταξε νά δεῖ στό στῆθος του αἵματα καί πληγή. Ὅμως δέν πίστεψε στά μάτια του. Μιά μικρή τρύπα στήν τσέπη τοῦ ἀμπέχονου, μιά μικρή βούλα στό μαῦρο δέρμα τῆς Καινῆς Διαθήκης κοντά στό χρυσό σταυρό της! Αὐτή ἦταν ἡ πορεία τῆς σφαίρας! Αὐτό ἦταν τῆς ἀσπίδας του τό θαῦμα! Ἡ Καινή Διαθήκη τοῦ Δημήτρη στήν τσέπη του τόν εἶχε σώσει!
Ὅταν τέλειωσαν τό γράμμα, περισσότερο ἀπ’ ὅλων, δακρυσμένα φάνηκαν τά μάτια τοῦ Δημήτρη…
από το περιοδικό Πρός τή Νίκη, τομ. 1986