Ἔλα νά κατοικήσεις στήν καρδιά μου,
ὅλο τό χρόνο τήν ἑτοίμαζα γιά σένα.
Ἔδιωχνα πίκρες, μίση, βασιλιά μου,
καί καρτεροῦσα νά ’ρθεις νύχτα – μέρα.
Πόσο πολύ κουράστηκα, τό ξέρεις…
Ἤθελα ὅταν ἔρθεις, νά τή βρεῖς
λουσμένη στά λουλούδια
κι ὁ θρόνος Σου στά βάθη μου στημένος
να ’ναι στολισμένος μέ ἄσπρα γιασεμιά.
Ἤθελα ὅταν ἔρθεις, ν’ ἀκουστοῦν
τά «ὡσαννά» ἀπό τ’ ἀγγελούδια
καί στή δική μου τήν καρδιά.
Ἤθελα ὅταν ἔρθεις, νά βρεῖς πλούσια ζεστασιά
κι ἀντί ἀπό τῶν ζώων τήν ἀνάσα
νά θερμανθεῖς ἀπ’ τῆς μετάνοιας μου
τά δάκρυα τά καυτά.
Σοῦ εἶχα ὑποσχεθεῖ ἀπό πέρσυ
νά σοῦ χαρίσω μιά καρδιά
γεμάτη ἀπό λουλούδια, γιασεμιά καί ζεστασιά.
καί τώρα ποὖ ’ρθες τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν βρῆκες.
Ὅμως, ἀγαπημένο Θεῖο Βρέφος,
τολμᾶ ἡ ἄδεια μου καρδιά
καί πάλι ταπεινά σέ προσκαλεῖ
Γιατί, τί κι ἄν ἀπό λουλούδια ἔχει μείνει ὀρφανή;
Ὁ θρόνος Σου στά βάθη τῆς στημένος
Σένα καί μόνο καρτερεῖ.
Ἄς εἶναι ἀστόλιστος
ἔλα, Θεῖο Παιδί, νά βασιλέψεις.
Καί τότε… χίλιοι κρινανθοί θά ξεφυτρώσουν.
Στή στιγμή, ζωή θά πάρουν τά μαραμένα γιασεμιά.
Ἔλα, Θεῖο Παιδί, νά βασιλέψεις στή φτωχική μου τήν καρδιά!…