Μια συντομότερη παραλλαγή του: Ο Γιάννης στρατιώτης
Πρόσωπα: Γιάννης, Λοχαγός, Δεκανέας, Διαβάτης, Στρατηγός
ΣΚΗΝΗ
(Η σκηνή παρουσιάζει ένα λοχαγό καθισμένο στο γραφείο του. Μπαίνει μέσα ο Δεκανέας)
Δ: Διατάξτε κύριε λοχαγέ.
Λ: Άκουσε δεκανέα, σε λίγο θα έρθει ένας στρατιώτης συστημένος απο ένα φίλο μου. Πρόσεξε να τον παραλάβεις και αφού του κάμεις λίγη θεωρία να τον βάλεις σκοπό έξω απ’ το γραφείο μου. Αλλά άργησε βρε παιδί μου…Τέλος πάντων, πήγαινε εσύ τώρα.
(Ο δεκανέας χαιρετά και φεύγει. Σε λίγο ένας στρατιώτης μπαίνει στο γραφείο και χωρίς να χαιρετήσει ερευνά γύρω σαν κάτι να γυρεύει)
Γ: (στο Λοχαγό) Καλημερούδια! Δε μου λες, εδώ είναι ο λοχαγός;
Λ: (με αυστηρότητα) Ποιός;
Γ: Ο Λοχαγός.
Λ: Καλά δεν βλέπεις τ’ άστρα;
Γ: (κοιτάζοντας στον ουρανό) Μπα είναι ο ήλιος και δεν φαίνονται.
Λ: Βρε στον ώμο μου σου λέω …
Γ: Ε και;
Λ: Για να έχω άστρα στον ώμο μου θα πει πως είμαι…
Γ: (διακόπτοντας) το βρήκα!
Λ; Τί;
Γ: Αστρονόμος!
Λ: (απογοητευμένος) Καλά φτάνει. Είσαι ο στρατιώτης που σε στέλνουν συστημένο;
Γ: Α μπράβο το βρήκες!
Λ: Τί ώρα έπρεπε νά’ ρθεις;
Γ: Στις τέσσερις.
Λ: Και τί ώρα είναι αυτή πού ‘ρθες;
Γ: …Ε άργησα λιγάκι…
Λ: Ναι. λιγάκι….
Γ: Και ξέρεις γιατί άργησα;
Λ: Δεν ξέρω κι ούτε θέλω να μάθω.
Γ: Τότε δε σου λέω κι εγώ…
Λ: Δεν μου λες;Σου διατάζω να μου πείς!
Γ: Ε άντε αφού επιμένεις να σου πω…Που λες άργησα γιαί ήρθα με το λεωφορείο.
Λ: Μα ακριβώς αφού ήλθες με το λεωφορείο δεν έπρεπε ν’ αργήσεις.
Γ: Έχεις μπει ποτέ σου σε λεωφορείο κυρ Λοχαγέ μου;
Λ: (ειρωνικά) Όχι ο καημένος!
Γ: Εγώ πρώτη φορά μπήκα και είπα αμάν. (τινάζει το γιακά του) Λ: Για λέγε μου λοιπόν τί σου συνέβη;
Γ: Που λες κυρ λοχαγέ μ’ εκίνησα από το σπίτι μου για να πάω στη στάση του λεωφορείου. Περίμενα να’ρθεί η σειρά μου, και τελικά μπήκα στο περίφημο λεωφορείο. Μόλις μπήκα στο λεωφορείο ακούω μια φωνή να λέει: ΠΡΟΧΩΡΕΙΤΕ! Τί να κάμω κυρ Λοχαγέ μου, προχωρώ. Προχωρείτε, προχωρώ. Βρε προχωρείτε προχωρώ, ώσπου έφτασα κοντά στον οδηγό… Η πόρτα μπροστά μου ανοιχτή. Προχωρείτε προχωρώ, κατέβηκα τα σκαλάκια και ήρθα με τα πόδια…
Λ: Άντε λοιπόν μ’ έσκασες μ’αυτήν την ιστορία.
Γ: Έφερα κι ένα γράμμα (του δίνει το γράμμα)
Λ: (Μονολογεί διαβάζοντας) Καλά δεν σε ήξερε αυτός ο φίλος μου και γράφει τόσα καλά για σένα; (ψυθιρίζει) ο φέρων το παρόν είναι εξυπνότατος, ευφυέστατος και τετραπέρατος. Φαίνεται πως δεν σε είχε γνωρίσει καλά!…
Γ: Σάμπως με είχε δει ποτέ του, κυρ Λοχαγέ;
Λ: (αγανακτισμένος) Δεν σε είχε δει ποτέ του; Και πώς συνέβη και σου δώσε το γράμμα;
Γ: Ά το μόνο εύκολο. Ένας φίλος μου είχε ένα φίλο του… Κι ο φίλος του είχε ένα θείο, κι ο θείος…
Λ: Καλά καλά με ζάλισες. (φωνάζει) Δεκανέα! (έρχεται)
Δ: Διατάξτε.
Λ: Παρε τον στρατιώτη κι όπως είπαμε…
(Θάλαμος εκπαιδεύσεως όπου ο Δεκανέας εκπαιδεύει το στρατιώτη)
Δ: (κρατώντας στο χέρι του ένα τουφέκι) Λοιπόν στρατιώτη σήμερα θα μάθουμε πώς λέγεται αυτό εδώ.
Γ: Και τί με νοιάζει εμένα;
Δ: Σιωπή. Ορίστε μας! Είσαι στρατιώτης και πρέπει να το μάθεις. Αυτό εδώ το λέμε τουφέκι. Ετούτο εδώ το λέμε γλωσσίδι.
Γ: Πώς;
Δ: Γλωσσίδι. Άνοιξε το στόμα σου. (ανοίγει) Βγάλε τη γλώσσα σου έξω. (βγάζει)
Ε, Οπως έχεις εσύ γλώσσα έχει και το όπλο γλώσσα… Σύμφωνοι;
Γ: Και δε μ’ λές κυρ Δεκανέα μπορείς να μου δείξεις του ντουφεκιού τα δόντια;
Δ: Μωρέ τρελλός είσαι; Έχει το ντουφέκι δόντια;
Γ: Άνοιξε το στόμα σου. (ανοίγει) Ε όπως έχεις εσύ δόντια, πρέπει να έχει και το ντουφέκι. Ζώο είναι κι αυτό.
Δ: Πάψε και μη με διακόπτεις άλλη φορά. Λοιπόν πάμε παρακάτω, (ο στρατιώτης προχωρά λίγο) Πού πας;
Γ: Δεν είπες να πάμε παρακάτω; Δ: Μωρέ για την κουβέντα τώπα… Λοιπόν πρόσεχε εδώ.. Αυτός εδώ είναι ο κόκκορας, θα το θυμάσαι…
Γ: Έ;
Δ: Βρε στο χωριό οου δεν έχεις κοτέτσι;
Γ: Αμέ.
Δ: Στο κοτέτσι δεν είχες κόκκορα;
Γ: Και δεν μου λες που είναι οι κότες;
Δ: Ούφ με ζάλισες.Λοιπόν έχουμε και λέμε, αυτό γλωσσίδι, αυτο κόκκορας και αυτό κάνη.
Γ: Τί κάνει;
Δ: Κάνη.
Γ: Μα τι κάνει; Εγώ δεν βλέπω να κάνει τίποτα.
Δ: Βρέ παιδί μου πώς σε λένε εσένα;
Γ: Γιάννη.
Δ: Ε όπως εσένα σε λένε Γιάννη,έτσι κι αυτό το λένε κάνη, κατάλαβες;
Γ: Αμετί για κουτό με περνάς;
Δ: Λοιπόν τώρα θα κάτσεις φρουρός εδώ και δεν θα αφήσεις να περνάει κανείς αν δεν σου πει το παρασύνθημα. Σήμερα το παρασύνθημα είναι “λαγός”. Πρόσεξε, δεν θ’αφήσεις κανέναν,αν δεν σου πει το παρασύνθημα, κατάλαβες;
Γ: Ούφ… Για κουτό με περνάς;
Δ: Ωραία. Φεύγω τώρα! (φεύγει)
(ο στρατιώτης φυλάει σκοπός και σε μια στιγμή διακρίνει κάποιον να έρχεται)
Γ: (μονολογώντας) Για δες, έρχεται ένα ψημάδι.Τώρα θα δεις κυρ Δεκανέα τί αξίζω. (δυνατά) Ε ψιτ! πατριώτη που πας;
Π: Πάω στο γραφείο του Λοχαγού.
Γ: Είπες λαγός;
Π: Τί πράγμα;
Γ: Λαγός παιδί μου είπες; Σήμερα το παρασύνθημα είναι λαγός και αν θες να περάσεις θα πεις λαγός αλλιώς στρι…
Π: Λαγός!.
Γ: Άντε πέρνα. (φεύγει. Εμφανίζεται ο Δεκανέας)
Δ: Λοιπόν πώς τα πάμε;
Γ: Καλά κυρ Δεκανέα. Ήρθε ένας και ήθελε να περάσει, χωρίς να πει το παρασύνθημα. Αλλά, τον άφηνα εγώ;Τον ανάγκασα να πει λαγός θέλοντας και μη. Αμ πώς;
Δ: Πρόσεχε τώρα. Σε λίγο πρέπει να φανεί ο Στρατηγός. Λοιπόν μόλις τον δείς νά ‘ρχεται να με ειδοποιήσεις οπωοδήποτε. Θα τον καταλάβεις γιατί έχει τρία μεγάλα άστρα στο ώμο του. Κατάλαβες;
Γ: Ουχού με στεναχωράς. Κατάλαβα και καλοκατάλαβα μάλιστα. Πήγαινε εσύ και έγνοια σου. (φεύγει ο Δεκανέας και σε λίγο ξαναγυρίζει πάλι λαχανιασμένος)
Δ: Μήπως ήρθε ο στρατηγός;
Γ: Όχι κυρ Δεκαενέα.
Δ: Άκου, δεν θέλω μα με ξαναπείς έτσι.
Γ: Καλά. (φεύγει ο Δεκανέας και ξανάρχεται ύστερα από λίγο)
Δ: Μήπως ήρθε;
Γ: Όχι κύριε είκοσι.
Δ: Τί είπες; Τί;
Γ: Να σε λέω δεκαεννέα δεν θέλεις. Σε λέω είκοσι δεν σ’αρέσει. εικοσιένα πάει πολύ…
Δ: Δε-κα-νέ-α,
Γ: (επαναλαμβάνει) Δε-κα-νέ-α.
Δ: Λοιπόν πρόσεχε. Μόλις δεις το Στρατηγό να με ειδοποιήσεις αμέσως γιατί θά ‘χουμε μπελάδες σήμερα. (φεύγει)
(Ο στρατιώτης βηματίζει, ξαφνικά σταματάει, βλέπει από μακριά το Στρατηγό)
Γ: Μωρέ να ένας έρχεται (μετράει τ’άστρα του) 1,2,3,4,5,6, ά, δεν είναι ο στράτηγός!(στον στρατηγό) Ε φίλε είπες λαγός;
Σ: Ποιός είσαι συ;
Γ: Άστα αυτά που ξέρεις και πες λαγός για να περάσεις.
Σ: Σιωπή. Τσακίσου από μπροστά μου.
Γ: Α. Μονο τέτοια δεν θέλω, μόνο να πεις λαγός και ξοφλήσαμε.
Σ: Σκασμός!
Γ: Για δες πείσμα. Βρε πες λαγός να δεις τη υγειά σου. Αν δεν πεις λαγός τον κυρ Δεκανέα νά ‘χεις μπάρμπα δεν περνάς.
Σ: Τί είπες; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; (με επισημότητα) Είμαι ο Στρατηγός!
Γ: Εσύ είσαι ο Στρατηγός; Ωχ χάθηκες, κάηκες, ούτε ψύλλος στον κόρφο σου.
Σ: Γιατί μωρέ;
Γ: Βρε σε κυνηγούσε απ΄το πρωί να σε συγυρίσει. Έχει φάει τον τόπο να σε βρει.
Σ: Ποιός;
Γ: Ο κυρ Δεκανέας, ο κυρ Δεκανέας, στον κυρ Δεκανέα γρήγορα…
(τον σπρώχνει και βγαίνουν κι οι δύο απ’την σκηνή).
ΤΕΛΟΣ